United States or Monaco ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γιατί πριν πέσει ο Πάτροκλος, προτίμαε ναι η καρδιά μου 100 να μη σας σφάζω, κι' έπιασα πολλούς και σας πουλούσα· μα τώρα πάει πια, από χαμό δε σώζεται όπιον στείλει στα χέρια αφτά του Κρόνου ο γιος εδώ μπροστά στο κάστρο, και κάθε οχτρό, μα μάλιστα γιο του Πριάμου αν πιάσω. 105 Μα, βλάμη, πέθανε κι' εσύ, γιατί έτσι κλαις; Να, πήγε κι' ο Πάτροκλος που πιο πολύ σα ν' άξιζε από σένα.

« Εγώ προςτα μεσάνυχτα, » Πριν νάβγη το φεγγάρι, »'Μπαίνωτη μέση του στρατού, » Πούτανε τρεις χιλιάδες, » Γυρίζω το στρατόπεδο » Για ναύρω τους Πασσάδες, » Με μόνο, μόνο το σπαθί »'Σ το χέρι, 'σα λεοντάρι. «'Βρίσκω 'ςτή μέση τη σκηνή. » Τη λαμπροστολισμένη. » Σηκόν' ολόρθον τον Πασσά. » Τον σφάζω.

Κάπου δέκα ξύλα μικράμεγάλα έρχονταν πίσω και άλλα εφύτρωναν στο θαλασσόφρυδο γύρω κ' εκατέβαιναν με του άνεμου το λάχτισμα είτε με τη δύναμι του ατμού στο ποθητό λιμάνι. Κανένα δεν άλλαζε δρόμο κανένα δεν ορθοπλώριζεν ακόμη. Πώς να το κάνουμε πρώτοι εμείς! — Μωρέ, νομίζεις πως φοβάμαι για τη ζωή μου; είπεν οξύθυμος στον γραμματικό. Ζωή, παιδιά, γυναίκα όλα τα σφάζω εδεπαδά για το τίποτα.

Άλλους από λιοντάρια σώζω κι' άλλους σφάζω. Γιατί ο Καίσαρ ο Γαλέριος χωρίς εμένα βλαστημά και βαρυαναστενάζει ολοένα, όσο γυναίκα του κι' αν δεν με πέρνει. Γιατί πρέπει κι' αυτό να μάθης. Είνε τσιγκούνης και γέρνει. η πρόστυχη ψυχή του πάντα στον παρά και να στεφανωθή την κόρη λαχταρά κανενός της Ρώμης πατρικίου με μεγάλη προίκα. Όμως στον διάβολο κι' αυτός κι' αυτή και όλη των η κλίκα.

ΚΡΗΣ. Ο θιος δεδίμ και ο λόγος σου να γιάν' ως το σαββάτο, κουρπάνι σφάζω κια ολιάς ένα κριό βαρβάτο. ΚΑΝ. Πέντε κριάργια να σφαγούν δέκα για τη ζωή σου, Να τα μοιράσης στους φτωχούς όλα για τη ψυχή σου. ΓΑΡ. Για ο ντετόρος μας περνά θέλεις να τον φωνάξω; ΚΑΝ. Φώναξέ τον, μανούλα μου. ΓΑΡ. Στέκα να τον κράξω. Η Γαρούφω και ο Ιατρός. ΓΑΡ. Ξεχώτατε, ξεχώτατε.. 'δώ για.. απάνου έλα.

Θυμόνω, » Ορμώ ς' τους Τούρκους από 'δώ, » Και από κει σκοτόνω, » Και η Μοίρα μου με έφερε » Στη μέση του να μπλέξω «'Στή μέση του το ιππικό » Του Κιουταχή με βάζει. » Να σφάζω τότε πόστασα, » Κόφτεται η δύναμί μου, » Και τέλος...βόλι εχθρικό » Μου παίρνει την ψυχή μουΔε σκόλασε· κι' ο Μπότσαρης Ο Μάρκος , τον φωνάζει.

Εκείνους δίπλα στ' Ασωπού τους άφισε το ρέμα, και πήγε αφτός ειρηνικά μαντάτα στους Θηβαίους· όμως γυρνώντας, συφορές τους σκάρωσε και πίκρες μαζί σου, τι δε σάλεβες, θεά μου, απ' το πλεβρό του. 290 Τώρα έτσι βόηθα πρόθυμα, θεά, και φύλαγέ με, κι' εγώ σου σφάζω ενός χρόνου δαμάλι κουτελάτο, αμέρωτο που σε ζυγό δεν τόβαλαν ακόμα· σ' το σφάζω αφτό χρυσώνοντας τα κέρατά του γύρω

Δεν πιστεύω να υπάρχη εις τον κόσμον μαλακωτέρα της ιδικής μου καρδία. Αν επρόκειτο να σφάζω ο ίδιος τα ορνίθια, τα οποία τρώγω, νομίζω δα θα επροτιμούσα να τρέφομαι με πίτυρα καθώς εκείνα.

Τα λόγια αυτά της μάνας μου μ' άναψαν μέσ' 'ςτά στήθηα Άσβεστη φλόγα, κ' έλεγα πότε να μεγαλώσω Τα κλέφτικα τα άρματατη μέση μου να ζώσω, Να πάω να ζήσωτα βουνά, μ' αγρίμια να φωλιάζω, Με τ' άλλα τα κλεφτόπουλα να πολεμώ να σφάζω.

« Φλογίσθη το τουφέκι, » Και σχίσθηκετη μέση. » Τότε ορθός πετάζομαι, » Τη σπάθη μου γυμνόνω, » Και 'μπαίνω μέσατην Τουρκιά » Και σφάζω, και σκοτόνω, » Κι' Ομέρ Βριώνης γλύτωσε » Απ' το σπαθί να πέση.» « Άξαφνα μούρθε τουφεκιά, » Σα φλογερό χαλάζι » Τσακίσθηκε κ' η σπάθη μου » Και το δεξί μου χέρι, » Αδειάζω τα πιστόλια μου, » Και 'φώναξατο ασκέρι » Να με σκοτώσουνε.