United States or Panama ? Vote for the TOP Country of the Week !


Της απεκρίθη ο βασιλεύς με την συνηθισμένην πλαστήν φωνήν του αράπη, λέγοντάς της· πλησίασε σιμά μου, δος μου το χέρι σου. Και ενώ επλησίαζεν αυτή σιμά του και άπλωνεν εις αυτόν το χέρι της, αυτός ευθύς επήδησεν από το κρεββάτι ως θυμωμένον λεοντάρι και με μίαν σπαθιάν της εχώρισε το σώμα εις δύο κομμάτια, και έπεσε νεκρά και ακίνητος εις την γην.

« Εγώ προςτα μεσάνυχτα, » Πριν νάβγη το φεγγάρι, »'Μπαίνωτη μέση του στρατού, » Πούτανε τρεις χιλιάδες, » Γυρίζω το στρατόπεδο » Για ναύρω τους Πασσάδες, » Με μόνο, μόνο το σπαθί »'Σ το χέρι, 'σα λεοντάρι. «'Βρίσκω 'ςτή μέση τη σκηνή. » Τη λαμπροστολισμένη. » Σηκόν' ολόρθον τον Πασσά. » Τον σφάζω.

Γύριζε και κύτταζε απάνω στον τοίχο, ψηλά-ψηλά, κοντά στο ταβάνι, κρεμασμένα κάτι κάδρα της Βενετιάς, που τα είχε φέρει στα νηάτα του ο γέρος από τα ταξίδια του. — Είνε ωραία η Βενετιά, πατέρα; — Ωραία λέει; Ήτανε εκείνα τα χρόνια. Για κύττα το λεοντάρι του Σαν-Μάρκου! Πόσες φορές πέρασα από κάτω! Ωραία λέει; Ε! κ' εμείς είμαστε ωραίοι τότε.

Και εγώ, είπεν ο Κλεόδημος, έτσι το ήξευρα άλλοτε, ότι πρέπει να είνε το δέρμα από λάφι, διότι το λάφι είνε γρήγορον αλλά προ ολίγου καιρού μ' έκαμε ν' αλλάξω γνώμην κάποιος Αφρικανός, σοφός εις αυτά τα πράγματα, ο οποίος μου είπεν ότι το λεοντάρι είνε ταχύτερον και από τα λάφια, αφού τα καταδιώκει και τα συλλαμβάνει. Όλοι επεδοκίμασαν και είπαν ότι ο Αφρικανός έχει δίκαιον.

Ή να τα δώσουν τα κλειδιά, ή όξω να χουμήσουν, Κ' όσοι σωθούνε να σωθούν κι' οι άλλοι να πεθάνουν Απ' του οχτρού τους το σπαθί, σκλάβοι παρά να ζήσουν. Το παλληκάρι το καλό δεν δίνη τάρματά του, Το Μεσολόγγι το ιερό δεν δίνει τα κλειδιά του. Εσείς! εσείς που κλείσαταν λεοντάριτη σπηληά, Δεν παραδίνεται, θα βγη, κι' αλληάεσάς αλληά! Νύχτα θα βγουν. Ω, τι βραδειά, τι νύχτα ήτον εκείνη!

Το ίδιο στη στεφάνη του ανοικτού κυπέλλου εσκίτσαρε το λάφι στη βοσκή του ή το λεοντάρι στην ησυχία του, όπως η φαντασία του θα το ήθελε.

Πολύ και πλούσιο κυνήγι κάνουν, Κι' αφού σε μέρος τα αραδιάζουν, Του Λύκου λέγει το Λεοντάρι 1295 Σε τρία μέρη να τα χωρίση. Εκείνος τότε, κι' αν λαιμαργάει, Σα φυσικό του, βαστιέται ωστόσο· Κι' από το φόβο του ανώτερού του Με δικιοσύνη τα διαμοιράζει. Ο βασιλέας των τετραπόδων Με άγριο βλέμμα καταφρονόντας Ισοτιμία, που δεν του πρέπει, Μ' οργή το Λύκο ευτύς ξεσκίζει·

Αρχίζει με την βροντερή Κι' άγρια λαλιά του, Να λέγη πόσους έσφαξε Με το Μαυρομιχάλη Τούρκους εις το Βαλτέτσι και 'Στό Χρυσοβίτσι. . . . Άλλη Ακούσθκε Άρεως φωνή, Άρεως στρατηλάτου. Κ' επρόβαλεν ο Οδυσσεύς Τ' Ανδρούτζου, ο ταχύπους. 'Κειό το λεοντάρι της Γραβιάς, 'Σάν άλλος της Τρωάδος, Και της Ιθάκης Οδυσσεύς.

Και επειδή οι κυνηγοί έκαμαν αρκετόν κυνήγι κατά τον σκοπόν τους, την ερχομένην αυγήν ανεχωρήσαμεν απ' εκεί και περάσαμε διάφορα δάση και βουνά και συναπαντήσαμεν όφεις και δράκοντας μεγάλους, άλλους με μίαν κεφαλήν και δύο κέρατα και τέσσαρα πόδια, άλλους με δύο κεφάλια και με δύο πτερά και ένα με τέσσαρα κεφάλα, τετράποδον, ο οποίος επάλευε με λεοντάρι και άλλον είδαμεν με δύο κεφάλια, που επάλευε με μία τίγριν.

« Μη σκιάζεσαι, πατέρα μου. » Τα τόπια τους τ' αφίνω » Γυμνά 'πό άνδρες. — Σώπασε » Η σάλπιγγα, θαρρεύω. «'Σάν λεοντάρι άναψα. » Έξω να 'βγώ γυρεύω, » Και δε μ' αφίνουν τα παιδιά. » Μου λεν' εκεί να μείνω.» « Μένω. Με λύσσα ρίχθηκα «'Στόν πόλεμο απάνου, » Κ' εξάπλωνατη μαύρη γη » Τα Τούρκικα κουφάρια »'Σάν όρνια.