United States or Iceland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο δε Κλεόδημος, όστις προ πολλού εζήτει αφορμήν να επιτεθή κατά των Στωικών και έσκαζε διότι δεν εύρισκε την κατάλληλον πρόφασιν, επωφελήθη την ευκαιρίαν την οποίαν του έδιδεν η επιστολή. Ιδού, είπε, τα κατορθώματα του λαμπρού Χρυσίππου, του θαυμαστού Ζήνωνος και του Κλεάνθους.

Δεν υπεχώρησαν όμως και οι άλλοι• αλλ' ο μεν Κλεόδημος εξώρυξε με το δάκτυλον τον οφθαλμόν του Ζηνοθέμιδος και του εδάγκασε την μύτην, μέρος της οποίας απέκοφε, ο δε Έρμων ιδών τον Δίφιλον ερχόμενον εις βοήθειαν του Ζηνοθέμιδος ώρμησε και τον έρριψε κάτω.

Από τους Περιπατητικούς ήτο ο Κλεόδημος• τον ξέρεις τον λογάν εκείνον, τον φιλόνεικον, τον οποίον οι μαθηταί του ονομάζουν ξίφος και κοπίδα. Αλλά και ο Επικούρειος Έρμων ήτο εκεί και όταν ήλθε ήρχισαν να τον στραβοκυττάζουν οι Στωικοί και ν' αποστρέφουν το πρόσωπον και εφαίνοντο ότι τον εμίσουν ως να ήτο πατροκτόνος και ιερόσυλος.

Πώς ομιλείτε έτσι περί του Χρυσίππου, είπεν, ανασηκωθείς ο Ζηνόθεμις, με φοβεράν φωνήν, και πώς κρίνετε τον Κλεάνθην και τον Ζήνωνα, σοφούς αληθινούς από άνθρωπον ως ο Ετοιμοκλής, ο οποίος δεν είνε αληθής φιλόσοφος, αλλ' αγύρτης; Αλλά και ποίοι είσθε σεις οι οποίοι ομιλείτε κατ' αυτόν τον τρόπον; Δεν είσαι συ, Έρμων, που έκοψες και έκλεψες τους χρυσούς πλοκάμους των Διοσκούρων, διά το οποίον και θα δικασθής και θα παραδοθής εις τον δήμιον; Και συ, Κλεόδημε, δεν συνελήφθης να μοιχεύης την γυναίκα του μαθητού σου Σωστράτου και δεν έπαθες τα αίσχιστα ; Διατί δεν σιωπάτε, αφού γνωρίζετε ότι έχετε την ουρά σας κομμένην; Δεν είμαι εγώ μαστρωπός της γυναικός μου, είπεν ο Κλεόδημος, όπως εσύ, ούτε κατεχράσθην τα χρήματα τα οποία μου ενεπιστεύθη ο ξένος μαθητής και έπειτα ωρκίσθηκα εις την Πολιούχον ότι δεν τα έλαβα, ούτε δανείζω με τόκον τεσσάρων δραχμών κατά μήνα , ούτε πνίγω τους μαθητάς εάν δεν μου δώσουν εγκαίρως τον μισθόν της διδασκαλίας.

Ο δε Κλεόδημος, επειδή δεν εκράτει την στιγμήν εκείνην ποτήρι, εστράφη και έπτυσε τον Ζηνόθεμιν• τον ήρπασε δε από τα γένεια διά να τον κτυπήση και θα εφόνευεν ίσως τον γέροντα εάν δεν τον ανεχαίτιζεν εγκαίρως ο Αρισταίνετος, ο οποίος εσηκώθη και ετοποθετήθη μεταξύ αυτών διά να χρησιμεύση ως διατείχισμα και τους αναγκάση να ησυχάσουν.

Μετ' ολίγον ο Κλεόδημος έσκυψε προς τον Ίωνα και του είπε• Βλέπεις τον γέρονταενόει τον Ζηνόθεμιν, διότι ήκουα τα λεγόμεναμε τι λαιμαργίαν τρώγει κι' εκαταλέρωσε το φόρεμά του με ζουμιά. Δεν αρκείται δε μόνον να τρώγη, αλλά δίδει και εις τον υπηρέτην του που στέκει πίσω και νομίζει ότι δεν τον βλέπουν• λησμονεί ότι είνε και άλλοι δίπλα του. Δείξε τον και εις τον Λυκίνον διά να είνε μάρτυς.

Αλλά τι έπρεπε να κάμω όταν τον έβλεπα εν καιρώ ημέρας να πετά εις τον αέρα και να βαδίζη επάνω εις το νερόν ή να περιπατή επάνω εις την φωτιάν με όλην του την ησυχίαν; Συ με τα μάτια σου, του είπα, τον είδες αυτόν τον υπερβόρειον να πετά ή να βαδίζη επάνω εις το νερόν; Μάλιστα, απήντησεν ο Κλεόδημος• εφόρει δε εις τα πόδια του καρβατίνας όπως συνηθίζουν εις τον τόπον του.

Και ο Ετοιμοκλής λοιπόν μου εφαίνετο ότι έρριψεν εις το μέσον την επιστολήν του ως μήλον το οποίον δεν επροξένησεν ολιγώτερα κακά από τ' αναφερόμενα υπό της Ιλιάδος. Διότι δεν έπαυσαν ο Ζηνόθεμις και ο Κλεόδημος να φιλονεικούν και αφού τους εχώρισεν ο Αρισταίνετος. Τώρα, είπεν ο Κλεόδημος, αρκεί να σας αποδείξω αμαθείς, αύριον δε θα εκδικηθώ όπως πρέπει.

Τώρα δε το ποτήρι είχεν αρχίση να κυκλοφορή και μεταξύ των άλλων συμποτών και προπόσεις εγίνοντο, αι ομιλίαι εζωήρευσαν και φώτα έφεραν οι υπηρέται, διότι είχεν αρχίση να νυκτώνη. Μετ' ολίγον επλησίασε διά να πάρη το ποτήρι του Κλεοδήμου, και ο Κλεόδημος του έσφιγξε το δάχτυλον και συγχρόνως με το ποτήρι τού έδωκε δυο δραχμάς, νομίζω.

Άμες δ'αυθ' υμίν τούτον θαλαμήιον ύμνον ξυνόν επ' αμφροτέροις πολλάκις ασόμεθα . Οι ακροαταί ως ήτο επόμενον εγέλασανεπειδή δε ήτο καιρός της λεηλασίας, ο Αρισταίνετος και ο Εύκριτος επήραν έκαστος τα επί της τραπέζης των υπολείμματα, επήρα κ' εγώ όσα μου ανήκον και ο Χαιρέας τα προ αυτού, ομοίως δε ο Ίων και ο Κλεόδημος.