United States or Saint Martin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' εσένα εδώ θαμένο με δίχως όφελος, η γης θα τρώει τα κόκκαλά σου. 175 Κι' έτσι κανείς περήφανος οχτρός θα πει μια μέρα, ποδοπατώντας του λαμπρού Μενέλα το μνημούρι 'Έτσι ναί! πάντα τους θυμούς ας βγάζει ο Αγαμέμνος, όπως και τώρα στράτεμα έφερε εδώ του κάκου, μα πίσω στ' Άργος γύρισε, στην ποθητή πατρίδα, 180 μ' άδια καράβια, αφίνοντος τον ξακουστό Μενέλα.

Και το στοχασμό της τον βλέπω αυτό το ανοιξιάτικο μεσημέρι στο ρυάκι του λαμπρού φωτός, που σμαραγδένιο και ρόδινο μαζί, σταλάζοντας μέσ' απ' τα φύλλα του πλατάνου, τρέχει απάνω στα πουκάμισά σας και, στους λαιμούς σας, καθώς σαλεύετε μιλώντας, γιγάντιοι δουλευτάδες, ω σύντροφοί μου!

Και ώρα δεν περνάει, Κι' ακούγεται η βροντερή Του Λάμπρου του Τζιαβέλλα Και αγριόβραχνη φωνή: « Παιδιά! . . . Τη φουστανέλλα » Κυτάξατέ μου, τη λερή, » Τι βόλια έχει φάει . . .»

Κ' εν μέσω τούτων των οικτρών χαλασμάτων λαμπρού στρατοπέδου, διεκρίνοντο τα παλληκάρια υπό ποικίλας ενδυμασίας και σώματα και όψεις και οπλισμούς αλλ' υπό ενός αισθήματος, του μίσους κ' ενός πόθου, της ελευθερίας συναντώμενα, να πηδούν καθ' ομίλους είτε μοναχά παντού εις τα προχώματα, να εισέρχωνται εις τας σκηνάς, να κατατρέχουν τους φεύγοντας, ν' ανακαλύπτουν τους κρυπτομένους, να συμπλέκονται με τους ανθισταμένους και πολλάκις να συγκυλίωνται με τους εχθρούς των κατά γης και να γρονθοκοπούνται και να μαλλιοτραβούνται και να κλωτσούνται μέχρις ου ξεψυχήσουν.

Εξήλθον εις το Ασπρόνησον, βορειοανατολικώς, όπου έκαμναν καρτέρι περιμένοντες πότε ήθελε φανή το κελεπούρι, κατά το ύψος του Λάμπρου του Βατούλα. Οι Χαλασοχώρηδες κάμψαντες την ακτήν είχαν κρυφθή όπισθεν του Ασπρονήσου, και οι Ανδρογυνοχωρίστρες ούτε τους είδαν, ούτε υπώπτευσαν καν ότι τους είχαν προλάβει.

Ηξεύρω εν τούτοις ότι οι τοιούτοι και όσοι διεκρίθησαν διά τινος λαμπρού κατορθώματος ζώντες μεν ήσαν οχληροί εις τους ομοίους των και ακόμη και εις εκείνους, οι οποίοι τους περιεστοίχιζον, μετά δε τον θάνατόν των κατέλιπον είς τινας των μεταγενεστέρων απαιτήσεις συγγενείας ενίοτε και ψευδείς, και η πατρίς των τους θεωρεί μεθ' υπερηφανείας, ουχί ως ξένους ή ως ανθρώπους κακής διαγωγής, αλλ' ως ίδια αυτής τέκνα και ένδοξα έργα πράξαντας.

Όλοι σας, απήντησεν ετοίμως ο ποιμήν, να πούμε την αλήθεια, είστε πάρ' τον ένανε, χτύπα τον άλλονε. — Το λοιπόν κ' ημείς είμαστε χαλασοχώρηδες, σαν αυτούς; — Δεν είσθε χαλασοχώρηδες, απήντησε σαρκαστική εις το σκότος η φωνή του Λάμπρου Βατούλα· είσθε ανδρογυνοχωρίστρες!

Του Λάμπρου σκόρπια ολόγυρα τα πρόβατα βοσκούσαν Και τα γαλαροκούδουνα γιομόζαν τον αέρα Μ' αρμονικό κι' ολόγλυκο κι' ανάκουστο ηχολόι. Στο σάδι παίζανε τ' αρνιά κι' ο νιος στην αγκαλιά του Την κόρη βάσταε άλαλη και λιγοθυμισμένη.

Ο κυρ-Μανουήλος προσεποιείτο ότι τον επίστευε· δεν ηδύνατο ν' αρνηθή απολύτως την πληρωμήν, καθόσον δεν είχεν οδηγίας να φθάση έως εκεί από τον Αλικιάδην και από τον Καψιμαΐδην. Εφρόντιζε μόνον ως καλός διαχειριστής και ως καλλίτερος έμπορος «να κόφτη» κάτι τι από τας απαιτήσεις του Λάμπρου.

Τον καιρόν εκείνον ήλθε ένας Κάδμος στας Αθήνας, Κι' αφού έμεινε εννέα έως δέκα θαρρώ μήνας, Ηύρε μέσα εις εκείνη την σπουδαία κεφαλή του Τα περίφημα στοιχεία του λαμπρού μας αλφαβήτου. Αυτός έκαμε την γλώσσα των ελλήνων κλασική, Και αμέσως διεσπάρη απ' εδώ και απ' εκεί.