Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025
Παντού, Θρησκεία, εσύ Μάνα μας γίνεσαι παντού κ' ελπίδα μας χρυσή! Καλόγηρος ο κυνηγός. Κλεισμένα 'ς την κασέλλα Τα τρώει ο σκόρος τα πισλιά, την άσπρη φουστανέλλα. Τα φλωροκαπνισμένα του τσαπράζια, τάρματά του Παραιτημένα σκούριαζαν 'ς τους τοίχους κρεμασμένα. Κάποτε ρίχνει απάνω τους καμμιά κρυφή 'ματιά του. 'Σάν θυμηθή τα χρόνια του εκειά τα περασμένα.
Γιατί να μη βρεθώ κ' εγώ 'ς το πλάι του Ζαβέλα! Γιατί αχ! ράσο να φορώ και όχι φουστανέλλα! Γιατί λιοντάρι εγώ βουνού να κόψω μοναχός μου Τα 'νύχια, την ανδρεία μου! Γιατί ναρθώ να ζήσω Καλόγηρος, αγνώριστος και ταπεινός, να κλείσω Τα μάτια μου 'ς την ερημιά εδώ μακρυά του κόσμου!., Αγαπημένα Γιάννινα, πώς σας πονώ μακρυά σας!
Και για να τους προσβάλη χειρότερα και να δώση θάρρος 'σ τους δικούς του σήκωσε τη φουστανέλλα, κατέβασε το βρακί και τους έδειξε τον πισινό του. Τότε ένας Τούρκος, Γκέκας, κρυμμένος κάπου 'σ τα κλαριά, τον τουφέκισε και τον λάβωσε 'σ τα δυο μηριά και 'σ ένα άλλο μέρος.
Το λεγόμενον πρακτορείον συνίστατο ολόκληρον εξ ενός μόνου ισογείου και ουχί μεγάλου θαλάμου, όπου έμελλαν να συγκοιμηθώσιν αδελφικώς οι επιβάται της «Βασιλίσσης» ένδεκα τον αριθμόν, ήτοι δύο εν φουστανέλλα ακαδημαϊκοί πολίται, είς καλόγηρος, δέσμιος υπόδικος αγόμενος εις Πάτρας υπό δύο χωροφυλάκων, τρεις χωρικοί, ο γράφων και γέρων τις ξένος περιηγητής.
Δεν είταν πια ο λοχίας, ο Κώστας Μόσχος, ο λοχίας πούθελε ν' αγροικάη στη γραμμή να κάνουν χ ρ α π! όλα μαζί τα όπλα, ούτε ο αυστηρός λοχίας που φόρτονε τις αγγάριες και τους περιορισμούς με το σακκί. Όντας ξεζώνουνταν τα λουριά του και κρεμούσε τη φουστανέλλα του ο κυρ λοχίας άλλαζε. Γλυκομίλητος, φίλος, αδερφοποιτός. Η υπηρεσία, υπηρεσία και το καθησό, καθησό.
— Δεν βλέπω τίποτε, αδελφέ μου! Ησύχασε. — Είνε ψηλός, λάμπει το μάτι του, και κρατεί γυμνό σπαθί. Ήρθε να με κόψη. Φορεί κοντή φουστανέλλα χωρίς λόξαις και κόκκινη χλαίνα, κι' ολόχρυσο θώρακα. Να τος! φεύγει... έκαμε κατακεί.... θ' άρθη πάλι. Ο γέρο-Πέτρος δεν έβλεπε τίποτε. Έκαμε πολλούς σταυρούς, κ' επροσπάθει να καταπραΰνη τον άνθρωπον.
Κοντός, κουρελιάρης, με μακρυά και λερή φουστανέλλα, πού κατέβαινε πειο κάτου από τα γόνατά του, άσκημος, σπανός, ξεραγκιανός και πολύ φοβιτσάρης. Έκανε 'σ το στρατόπεδο της γυναικείες δουλειές, έπλυνε, ετοίμαζε τα σφαχτά κ' έψηνε τα κοκορέτσα και τα σπληνάντερα.
Την άσπρη φουστανέλλα μας την έλυωσε 'σάν χιόνι Ο ήλιος ο Ευρωπαϊκός, κι' αν κάπου—κάπου ασπρίζη, 'Σάν χιόνι ασπρίζει σε βουνού λακκιά που δεν το 'γγίζει Καμμιά αχτίδα του ηλιού και βρίσκεται δεν λυώνει. Πούν' τα τραγούδια τα εθνικά, τα κλέφτικα τραγούδια! 'Σταίς ερημιαίς που φύτρωσαν χάνονται, σαν λουλούδια. Πούν' τα τσαρούχια! Ιδέτε τα! τάχομαι πεταγμένα.
Και ώρα δεν περνάει, Κι' ακούγεται η βροντερή Του Λάμπρου του Τζιαβέλλα Και αγριόβραχνη φωνή: « Παιδιά! . . . Τη φουστανέλλα » Κυτάξατέ μου, τη λερή, » Τι βόλια έχει φάει . . .»
Το σκυλί ξαπλώθηκε βαρειά, το αίμα του πετάχτηκε ζεστό, ζεστό. Τ' άλλα σκυλιά το ζύγωσαν βουβαμένα, το τριγύρισαν δυο τρεις φορές, κι άρχισαν να γλύφουν το αίμα του, που πότιζε τη φράχτη του κήπου του πάρεδρου. Ο στρατιώτης σφόγγισε με τη λερή φουστανέλλα του, τον ματωμένο κόπανο του όπλου του, λέγοντας: — Μια τόχω, πάει σκαστό ντιπ!...
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν