United States or China ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το φόρεμά της ήναψε διά μιας, και εκάη όλη αμέσως. Τότε και ο στρατιώτης έλυωσε. Και την αυγήν η υπηρέτρια, όταν επήρε την στάκτην, τον ηύρε μέσα εκεί. Είχε γείνει ένας βώλος, αλλά ωμοίαζεν ωσάν καρδία το σχήμα του. Από δε την χορεύτριαν δεν εσώθη τίποτε, παρά μόνον το τριαντάφυλλόν της, το οποίον είχε μισοκαή και ήτο κατάμαυρον. Μίαν φοράν ήτο μία δραχμή.

Την άσπρη φουστανέλλα μας την έλυωσε 'σάν χιόνι Ο ήλιος ο Ευρωπαϊκός, κι' αν κάπουκάπου ασπρίζη, 'Σάν χιόνι ασπρίζει σε βουνού λακκιά που δεν το 'γγίζει Καμμιά αχτίδα του ηλιού και βρίσκεται δεν λυώνει. Πούν' τα τραγούδια τα εθνικά, τα κλέφτικα τραγούδια! 'Σταίς ερημιαίς που φύτρωσαν χάνονται, σαν λουλούδια. Πούν' τα τσαρούχια! Ιδέτε τα! τάχομαι πεταγμένα.

Ο Τριστάνσς γύρισε στη Βρεττάνη, στα Κάρχαιξ, κι' όλοι τον υποδέχτηκαν: ο Δούκας Χοέλ, κι' η γυναίκα του η Ιζόλδη με τα Λευκά χέρια. Αλλά η Ιζόλδη η Ξανθή τον είχε διώξει. Τι άξιζε πεια γι' αυτόν όλος ο άλλος κόσμος; Πολύν καιρό έλυωσε μακρυά της. Έπειτα μια μέρα, σκέφτηκε ότι έπρεπε να την ξαναϊδή, έστω κι' αν έβανε πάλι τους βαλέδες της να τον χτυπήσουν.

ΧΟΡΟΣ Αλλοίμονο! ποια άβυσσος μεγάλη τώρ' ανοίγεται, με συφορές, όπου γι αυτές καθένας θα δακρύση. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Το πρόσωπό σου βλέποντας η θλίψι με γεμίζει, ώ κόρη μου, και γίνομαι έξ' απ' τον εαυτό μου. Το ένα κακό δεν πέρασε που έλυωσε την ψυχή μου, και τώρα με τα λόγια σου άλλο κακό με δέρνει σαν κύμα, που σε συφοράς εμπήκες νέους δρόμους απ' τα σημερινά κακά.

ΔΙΟΓ. Ούτω πως• εάν ο ένας ευρίσκεται εις τον ουρανόν, ο δε άλλος, συ το είδωλον, εδώ κάτω, το δε σώμα έλυωσε και μετεβλήθη εις κόνιν, αυτά γίνονται τρία• και σκέψου να εύρης πατέρα διά τον τρίτον Ηρακλή, δηλαδή το σώμα. ΗΡ. Είσαι αυθάδης και κατεργάρης. Αλλά δεν μου λες ποίος είσαι;

Πούναι κι' η ορμή μου; πού και το κορμί μου; έλυωσε κι' εσάπη... όλοι σπρώχνετέ με, όλοι διώχνετέ με σαν σκυλί χασάπη. Σκελετοί τα μέλη, κι' έγιναν τα σκέλη δυο κοκκαλομόλυβα... δώστε μου ταμπάκο, σκάψετέ μου λάκκο, βράσετέ μου κόλλυβα.

Στο λαιμό του, κρεμότανε από μια χρυσή αλυσσιδίτσα ένα κουδουνάκι, που τόσο χαρωπά, καθαρά, και γλυκά χτυπούσε, ώστε ακούγοντάς το, η καρδιά του Τριστάνου μαλάκωσε, εγλυκάθη, κι' ο πόνος του έλυωσε. Δε θυμώτανε πεια καμμιά από της πίκρες και της δυστυχίες που είχε υποφέρει για τη Βασίλισσα.

Τότε, επειδή ήτον φόβος να τρελλαθή ή να χτικιάση το παιδί μου, απ' το κακό του, τον έταξα στην Παναγιά την Κοννίστρα, μεγάλ' η χάρη της, για να τον γλυτώση απ' την τρέλλα κι' απ' την αρρώστια . . . Του κόστισε πολύ, επόνεσε, έχασε την όρεξί του, κιτρίνισε σαν το κερί, έλυωσε στον απάν' κόσμο . . . Ως τόσο, η Παναγία έδειξε το θάμμα της, και το παιδί δεν ετρελλάθη ούτε χτίκιασε . . . 'Σ ολίγον καιρό, ήρθε στον εαυτό του.