Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025
Αναστέναξε η Ιζόλδη, ακούγοντας τόνομα του Τριστάνου, άλλαξε το χρώμα της, και θυμωμένη του είπε: «Φύγε από δω. Ποιος σ' έμπασ' εδώ μέσα! Φύγε, βρωμοπαλαβέ!».
Ο Βασιληάς ακούει, σηκώνεται και πολλή ώρα μένει ακίνητος. Επί τέλους ορμάει κατά τη Βασίλισσα και την πιάνει από το χέρι. Κείνη φωνάζει: — Έλεος, Μεγαλειότατε, καλλίτερα να καώ, καλλίτερα να καώ!» Ο Βασιληάς την παραδίνει. Ο Ύβαινος την παίρνει κι' οι εκατό λεπροί αναδεύουνε γύρω της. Ακούγοντάς τους να φωνάζουν και να γαυγίζουν γύρω της, όλες η καρδιές λυώνουν από οίκτο.
Κ' ενώ ακόμη αυτή έλεγε κι ο Διονυσιαφάνης εφιλούσε τα σημάδια κ' έκλαιγε από περίσσα χαρά, ο Άστυλος ακούγοντας ότι είναι αδελφός του, αφού επέταξε το πανωφόρι του, έτρεχε κατά το περιβόλι θέλοντας να φιλήση πρώτος το Δάφνη· Και σαν τον είδε ο Δάφνης να τρέχη με πολλούς και να φωνάζη, νομίζοντας ότι έτρεχε επειδή ήθελε να τον πιάση, αφού επέταξε χάμω το ταγάρι και το σουραύλι έφευγε κατά τη θάλασσα για να γκρεμιστή από το μεγάλο βράχο.
Κόρωσε ο Κωνσταντίνος ακούγοντας τα λόγια της πρώτης της Αλεξαντρινής Επιτροπής, άναψαν οι Κωσταντινουπολίτες ακούγοντας τα πιο χοντρά αβανιάσματα της δεύτερης. Τέλος, τόσο ερεθίστηκε ο κόσμος, που ο Κωσταντίνος, δίχως μήτε να τον ξανακούση τον Αθανάσιο, τον ξορίζει στην Τριβήρα της Γαλλίας.
Τίποτις άλλο δε θυμούμαι της βραδιάς εκείνης παρά πως με σήκωσαν και με βάλανε στο κρεββάτι. Είπαμε πως είτανε χειμώνας, και χειμώνας βαρύς. Ξύπνησα την αυγή και τουρτούριζα. Έτσι θάτρεμε κ' η Λενιώ, είπα στο νου μου. Σφύριζε ο βοριάς στα παράθυρα. Είταν ακόμα σκοτάδι, μα η καντήλα μισόφεγγε μπροστά στα κονίσματα. Ακούγοντας θόρυβο κάτω, σηκώθηκα και κατέβηκα.
Εσύ μούδωκες να βόσκω πενήντα και δυο τραγιά· τούτος σου τάχει κάμει εκατό και δέκα τράγους· βλέπεις πόσο παχιά είναι και μαλλιαρά και με κέρατα γερά· τα έμαθε να καταλαβαίνουν και τη μουσική· ακούγοντας λοιπόν το σουραύλι όλα τα κάνουν.
— Ο Σουλτάν Μουχαμέτης, ο Ασβιούκ όπως τον έλεγαν, ξανάρχισε ο Γεροκαλαμένιος, που τον πολεμούσε, ακούγοντας πολλά για το σπαθί του, έστειλε σ' αυτόν άνθρωπό του και του το γύρεψε να το ιδή από περιέργια. Ο Σκεντέρμπεης το 'στειλε μετά χαράς, κι ο Σουλτάνος επρόσταξε τους πλέον αντρειωμένους του να το δοκιμάσουν. Μα πού να κάνη όσα έκανε το σπαθί 'ςτά χέρια του αφεντικού του.
Στο λαιμό του, κρεμότανε από μια χρυσή αλυσσιδίτσα ένα κουδουνάκι, που τόσο χαρωπά, καθαρά, και γλυκά χτυπούσε, ώστε ακούγοντάς το, η καρδιά του Τριστάνου μαλάκωσε, εγλυκάθη, κι' ο πόνος του έλυωσε. Δε θυμώτανε πεια καμμιά από της πίκρες και της δυστυχίες που είχε υποφέρει για τη Βασίλισσα.
Ακούγοντας τέτοιες φοβέρες οι Εθνικοί σηκώνουνται στο ποδάρι, τρέχουνε στο Διοκλητιανό, και φωνάζουνε να ξολοθρευτή και καλά ο Χριστιανισμός. Ο Διοκλητιανός, όσο αντίχριστος κι αν είτανε, δεν αποκοτούσε να κάμη τέτοιο ανοσιούργημα. Ο γαμπρός του όμως, ο αιμοβόρος Γαλέριος, τον κατάφερε είχε δεν είχε να ξεγράψη την καινούρια θρησκεία. Βρίσκουνταν τότες η Ρωμαϊκή «Αυλή» στη Νικομήδεια.
— Και ει τι αν είπωμεν θλιβόμενοι, μη αγανακτήσοι το κράτος σου.. . Κατόπι ξαναπαίρνουνε φωτιά και ξεφωνούνε πιο ξέθαρρα. Κι ακούγοντας καινούριες φοβέρες έρχουνται σε τόσο ερεθισμό, που μήτε την αυτοκρατορική παρουσία πια δε σεβάστηκαν, παρά φώναζαν — Επαρθήτω το χρώμα τούτο... Άνες το φονεύεσθαι, και άφες κολαζόμεθα. Εδώ βγαίνουνε στη μέση κ' οι Κυανοί, και φωνάζουν προς τους Πράσινους
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν