United States or Nepal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είταν καλός ψαράς, και θαρρέψαμε πως μας έφερνε μεγάλη αρμαθιά σαργούς. Μα το ζεμπίλι, άλλο από μαύρες ελιές δεν είχε. — Τι τρέχει, γέρο, και μας έρχεσαι απόψε τόσο χαρούμενος; ρωτάει η μάννα. — Τηνε βρήκα τη Λενιώ και την έφερα πίσω άρρωστη, χλωμή, αδυνατισμένη, μα απείραχτη και τιμημένη σαν τη δροσιά πας στο φύλλο. Ο Θεός της έστειλε την αρρώστια και τηνε γλύτωσε από τα καταραμένα τους νύχια.

Και της Αννούλας το τραγούδι, και τα λόγια του Γέρο Βασίλη, και της μάννας οι ιστορίες. Δεν είταν η Λενιώ από κείνες τις αθώρητες τις Νεράιδες ή τις Βασιλοπούλες που μας μαγεύουνε στου χειμώνα τα παραμύθια. Τάβλεπα ολοζώντανα τα γαλανά της τα μάτια, το λαμπερό μέτωπό της, τα ξανθουλλά της μαλλιά. Δεν άργησε η απόλυση.

Είντα 'νεέλεγεν ο Αστρονόμος μετά τινας μήνας εις μίαν εύθυμον αποσπερίδα, εις την οποίαν επροτείνοντο αινίγματα. Και κανείς δεν ηδύνατο να λύση το πρωτάκουστον αίνιγμα, ο δε Αστρονόμος επέμενε να ερωτά. — Ανέν το βρήτε είντά 'νε. Επί τέλους η Σπυριδολενιά ανεφώνησεν: — Εγώ το βρήκα ... .Ο Πατούχας! — Μπράβο, Λενιώ, της είπεν ο Αστρονόμος.

Τέλειωσε ο γάμος, έφυγαν τα ζεϊμπέκια, μα έμειναν πίσω δυο τρεις τους· και μια μέρα, καθώς πήγαινε η Λενιώ στο Σκολειό, την πιάνουνε σ' ένα παράμερο σοκάκι, την παίρνουν και φεύγουνε. Δέκα μέρες δεν ακούστηκε η Λενιώ. Την έκλαιγαν οι δικοί της, την τραγουδούσε ο κόσμος, Τάλλα τάκουσες από το γέρο Βασίλη. Τρώγε τώρα τις τηγανήτες σου.

Ο Αγάλλος εν τούτοις δεν ήρχετο και η Λενιώ εξηκολούθει ακόμη να διηγήται προς τον αδελφόν της το παραμύθι. Είχεν ήδη δεκάκις επαναλάβει τους πρώτους στίχους του τραγουδιού, τους συνοψίζοντας εις το στόμα της ωραίας του παραμυθιού την παράδοξον ιστορίαν της και ακόμη δεν τους είχε μάθει. Ευρίσκετο δε τώρα εις τους τελευταίους στίχους: Γρηά μ' εξεπλάνεσε σ' βασιληά τα χέρια.

Φτερά ήθελα, να πετάξω στο μοναστήρι, να παρακαλέσω τη Λενιώ να προσεύκεται και για μένα, να μ' έχη και μένα στο νου της. Ύστερα πάλι, να την καταπείσω ναφήση το μοναστήρι και νάρθη μαζί μου να πάμε μακριά, εκεί που δε μας ξέρη κανένας, σε κάποιο ρημοννήσι, σε κάποια σπηλιά, και κει, μακριά από Τούρκους, να ζούμε σα δυο περιστέρια. ....Όλα όμορφα και γλυκά είτανε γύρω.

Η μήτηρ του τον κατέκλινε δίπλα εις την παραστιάν, επί μαλλίνου κυλιμίου, τον εσκέπασε με μίαν άκραν της βελέντζας, εσταύρωσε τρις το προσκέφαλόν του και τον άφησε να κοιμηθή. Η Λενιώ δεν ηθέλησε να πλαγιάση, λέγουσα ότι ήθελε να περιμείνη τον πατέρα της, όστις είχε τάξει να της φέρη ένα ώμορφο στολίδι από το χωρίον.

Με θεράπεψε η προφητεία αυτή. Ο Θεός θα μας γλυτώση. Ένα φύσημα, και θα τους πετάξη όλους στη θάλασσα. Εμείς θα καθούμαστε στα μιντέρια, κι αυτοί θα πετούν και θα φεύγουν. — Ως τόσο τι την έκαμαν τη Λενιώ; ρωτώ άξαφνα. Εκείνη την ώρα, να και μπαίνει ο γερο-Βασίλης.

Και η πεντάμορφη η Λενιώ ήτανε κόρη της, μια φορά κ' έναν καιρό, της κυραΣτάθαινας. Τώρα το σπίτι το μεγάλο, με τα ψηλά τα παραθύρια και τα μαρμαρένια τα θεμέλια, το πήραν οι μούτσοι του καπετάνΣτάθη. Ο καπετάνΣτάθης ο κουρσάρος πάει σύξυλος στα κύματα της Μπαρμπαριάς. Και η πεντάμορφη η Λενιώ χάθηκε από τον πόνο της αγάπηςμια φορά κ' έναν καιρό.

Αλλά τόρα μόλις είδε τον καπετάν Παλούμπα καλοδέματον αληθινά, πάντα όμως ψαρομάλλην, ταμπακορρούφην, σαλιάρην και τέλος γέροντα, δεν εδίστασε να δώση αμέσως τον λόγο της. Γέροντας, σου λέγει, αλλά καπετάνιος· και καπετάνοι δεν βρίσκονται κάθε ημέρα στο νησί! Ο καπετάν Παλούμπας εστεφανώθηκε τη Λενιώ και μόλις έφτασε στη Σύρα ολάκερο βιος εξώδεψε για τα στολίδια της.