United States or Vatican City ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε απ' την Ίδα ο Δίας 75 μπουμπούνισε άγρια, κι' αστραπή σφεντόνισε αναμένη προς τον στρατό των Αχαιών· κι' εκείνοι σαν την είδαν, κέρωσαν όλοι, και χλωμή τους έκοψε τρομάρα.

Αγόραζε λοιπόν κρασί των Αχαιών το πλήθος, πιος με λεβέτια χάλκινα και πιος με σιδερένια και πιος μ' ασκιά βοϊδόπετσα· άλλοι με βόδια πάλι, κι' άλλοι με σκλάβους· κι' έβαλαν ξεφάντωτο τραπέζι. 475 Κι' όλη τη νύχτα τρώγανε οι άκουροι οι Αργίτες στον κάμπο, κι' όλοι οι Τρώιδες με τους βοηθούς στο κάστρο, κι' όλη τη νύχτα συφορές τους μελετούσε ο Δίας, άγρια βροντώντας· και χλωμή τους έκοβε τρομάρα.

Τώρα, εδώ και δυο μέρες ούτε που το αναφέρει.» «Αλλά εδώ και δυο μέρες δεν τον βλέπουμε σχεδόν καθόλου. Βρίσκεται πάντα με τον Πρέντου και την παρέα.» «Ας τον αφήσουμε να διασκεδάσει», είπε ο Έφις. Έξω από την πόρτα φαινόταν η Καλίνα που καθόταν ασυνήθιστα άπραγη στην πέτρα της και η Γκριζέντα με το μωρό στην αγκαλιά, χλωμή και θλιμμένη κοίταζε το μπαλκόνι του παπά.

Σα χτυπήματα με σπρώχναν εμπρός οι στοχασμοί και στη χλωμή λάμψη της λάμπας είδα το πρωινό φως να πέφτη από την κουρτίνα απάνω στο χαρτί μου. «Χρήματα, χρήματα! Σου χρειάζουνται χρήματα, αν πεθάνη το παιδί σου και θέλης να σώσης τη γυναίκα σου

Πρώτη φορά το έβλεπα καθαρά μπροστά μου πόσους από τους ολόβαθους στοχασμούς της κρατούσε κρυμένους από με κι απ' όλους, πόσο είτανε συνηθισμένη με την ιδέα του θανάτου και πως η βεβαιότητα, που είχε πως θα πεθάνη νέα, της έτρωγε τη ζωική δύναμη μέσα της. Έγινε χλωμή και το πρόσωπό της αδυνάτισε. Τα χέρια της είτανε κίτρινα σαν κερί και φαινότανε σα να είχε κάποιο φόβο από μένα.

Να, όλοι είναι εδώ: ο ντον Τζάμε γονατισμένος στο προσευχητάρι της οικογένειας και λίγο πιο πέρα η ντόνα Λία χλωμή μέσα στο μαύρο της σάλι, όπως η φιγούρα ψηλά στην παλιά ζωγραφιά που όλες οι γυναίκες κοιτάζουν κάθε τόσο και που μοιάζει να προβάλλει πράγματι σε ένα μαύρο, ετοιμόρροπο μπαλκόνι.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Αχ! η ψυχή μου συμφοραίς, Ρωμαίε, προμαντεύει· και τώρα, τώρα χαμηλά, εκεί όπου σε βλέπω, ωσάν νεκρός μου φαίνεσαι ‘ς το βάθος ενός τάφου· μου φαίνεσαι κατάχλωμος· ή μη το φως μου χάνω; ΡΩΜΑΙΟΣ Και συ μου φαίνεσαι χλωμή. Η διψασμένη λύπη ερρούφησε το αίμα μας. — Υγείαινε, ψυχή μου! ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ω Τύχη, Τύχη! άστατην οι άνθρωποι σε λέγουν.

Άρπαξε το μαργαριταρένιο θησαυρό απ' τη χρυσή τη θήκη κι' αστραπή χύθηκε και βγήκε απ' το παλάτι. Οι πιστοί τον ακολουθήσανε. Μέσα στο σκοτάδι της φυλακής, απάνω στο μουσκεμένο χώμα, ήτανε ξαπλωμένη, χλωμή σαν θειαφοκέρι, η βοσκοπούλα. Ο Χάρος, κλείνοντάς της τα μάτια, της είχε ξαναδώσει την ομορφιά της και το πρόσωπό της έλαμπε σαν ήλιος μέσα στα σκοτάδια της φυλακής.

Βασιληά Μάρκε, φθάνει ο όρκος; — Ναι, Βασίλισσα. Κι' ο Θεός ας φανερώση την κρίσι του την αληθινή. — Αμήν, είπε η Ιζόλδη». Επλησίασε στη φωτιά, χλωμή και κλονιζομένη. Όλοι σιωπούσαν. Κόκκινο ήτανε το καυτό σίδερο. Βύθισε τα γυμνά μπράτσα της μέσ' τη φωτιά, έπιασε το σιδερένιο ραβδί, έκανε εννιά βήματα κρατώντας το στα χέρια της σε σχήμα σταυρόν, ανοιχτά.

Και δεν είπε τίποτε άλλο μέχρι να έρθουν οι αδελφές της, η ντόνα Έστερ με το δάχτυλο έξω από τον κόμπο που έκανε το σάλι, η Νοέμι χλωμή και σιωπηλή με τα μενεξεδιά της βλέφαρα χαμηλωμένα. Ο Έφις δεν είχε το θάρρος να τις κοιτάξει.