Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025


»Θυμάμαι τα λουλούδια που μου έστειλες όταν δεν μπόρεσες στην άθλια εκείνη συναναστροφή να μου πης μια λέξη, ούτε καν να μου προσφέρης το χέρι; »Ω! τη μισή νύκτα ήμουνα γονατισμένος μπρος σ' αυτά και μου επεσφράγισαν την αγάπη σου.

Εκεί ο Καραϊσκάκης γονατιστόςτον άγιον τάφο κοντά, μ' όλα τα παληκάρια του, προσευχήθηκε· «Βοήθησέ μας, Αϊσεραφείμ να διώξωμε τον Κιουτάγια από την Αθήνα, να γλυτώσωμε τους κλεισμένους χριστιανούς και να κάμωμετους Τούρκους δεύτερη Αράχωβα, και να σου φέρω χρυσό καντήλιτον τάφο σου και λαμπάδες εκατό ίσα με το κορμί μου και να στολίσω σαν παλάτι το μοναστήρι σουΚι' όλος ο στρατός ξεσκούφωτος και γονατισμένος είπε την ίδια προσευχή.

Να, όλοι είναι εδώ: ο ντον Τζάμε γονατισμένος στο προσευχητάρι της οικογένειας και λίγο πιο πέρα η ντόνα Λία χλωμή μέσα στο μαύρο της σάλι, όπως η φιγούρα ψηλά στην παλιά ζωγραφιά που όλες οι γυναίκες κοιτάζουν κάθε τόσο και που μοιάζει να προβάλλει πράγματι σε ένα μαύρο, ετοιμόρροπο μπαλκόνι.

Ο Άγιος Δημήτριος, με μαύρο χιτωνίσκο ίσαμε τα γόνατα, δεμένο στη μέση με σκοινί, έχει τα χέρια πιασμένα με αλυσσίδα σιδερένια, που του αφίνει ελεύθερη κάθε χειρονομία. Ξυπόλητος. Τα μαλλιά του ακατάστατα και το πρόσωπό του άσπρο σαν το σουδάριο. Είναι γονατισμένος κι' έχει ακουμπισμένο το κεφάλι του στον τοίχο.

Αλλ' η λευκόπεπλος παρθένος διεξέφυγε σαν αέρας, από τας αγκάλας του γηραιού εφημερίου, του οποίου αι χείρες θλιβερώς επλατάγησαν μέσα εις την γαλήνην εκείνην του ναΐσκου. Κ' ευρέθη τότε η μεν έκπαγλος κόρη ισταμένη μεγαλοπρεπώς προ της Αγίας Πύλης και βλέπουσα προς τον ναόν ως θέλουσα να ομιλήση, ο δε παπά-Κονόμος, γονατισμένος κάτω εις τας πλάκας. Ο γέρων βοσκός έτρεμε διαρκώς.

Ένοιωθε κι εκείνη την άνοιξη και ήταν ευτυχισμένη παρ’ όλο που οι μέρες εκείνες ήταν του θείου πάθους. Κάποιος πλούσιος φεουδάρχης θα πρέπει να την είχε ζητήσει για σύζυγο, κι εκείνη χαμογελούσε στους περαστικούς από το μπαλκόνι της, και χαμογελούσε και στον Έφις που ήταν γονατισμένος κάτω από τον άμβωνα. «Κύριε, σ’ ευχαριστώ, πάρε τώρα την ψυχή μου.

Και τιμής, και γλυκείας Ελευθερίας και ύμνων Άξια τα έθνη. Στροφή Α Εις τούτον τον ναόν, Των πρώτων Χριστιανών Παλαιότατον κτίριον, Πώς ήλθον; πώς ευρίσκομαι Γονατισμένος; Όλην την Οικουμένην Σκεπάζουν σκοτεινά, Ήσυχα, παγωμένα, Τα μεγάλα πτερά Της βαθείας νύκτας. Εδώ σίγα· κοιμώνται Των Αγίων τα λείψανα· Σίγα εδώ, μη ταράξης Την ιεράν ανάπαυσιν Των τεθνημένων.

Να την προσέχω σαν παιδί μου· ό τι ζητήση, να της το φέρω. Λέλα τι προστάζεις; Λέλα, θες να φύγω; Θες να μείνω, Λέλα, Λέλα, θες να πέσω κατά γης και γονατισμένος μέρες αλάκαιρες να σε προσκυνώ σαν εικόνα; Είναι σαν τρεμουλιαστό πουλάκι η γυναίκα. Μην πας και την ξαφνιάσης. Πρέπει μάννα της να γίνης, να της μιλής σιγά κρυφά, να της μάθης εσύ τα μυστήρια του κόσμου και της ψυχής.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν