United States or Ecuador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τιμής, και γλυκείας Ελευθερίας και ύμνων Άξια τα έθνη. Στροφή Α Εις τούτον τον ναόν, Των πρώτων Χριστιανών Παλαιότατον κτίριον, Πώς ήλθον; πώς ευρίσκομαι Γονατισμένος; Όλην την Οικουμένην Σκεπάζουν σκοτεινά, Ήσυχα, παγωμένα, Τα μεγάλα πτερά Της βαθείας νύκτας. Εδώ σίγα· κοιμώνται Των Αγίων τα λείψανα· Σίγα εδώ, μη ταράξης Την ιεράν ανάπαυσιν Των τεθνημένων.

Σχίσανε τα πέλαγα από Ανατολή σε Δύση, πήγανε στις χώρες τις μακρυνές που δε βασιλεύει ο ήλιος, πήγανε εκεί που πέφτουν οι μεγάλοι καταρράκτες από τους θεόρατους βράχους, πέρασαν απ' τις θάλασσες που κυλούν τα βουνά τα παγωμένα και ασπροβολούν μέσα στα σκοτάδια.

Αυτόν τον στέλνει ο Ευρυσθεύς στα παγωμένα μέρη της Θράκης, δύο άλογα ζευγάρι να του φέρη. Αυτός θα φιλοξενηθή στου Αδμήτου το παλάτι και μέσα από τα χέρια σου θα πάρη την γυναίκα. Έτσι κανένας από μας δεν θα χρωστάη χάρι σ' εσένα, και εγώ θα κάμω αυτό που θέλω και πιο πολύ θα σε μισώ αφ' ό,τι σ' εμισούσα.

Και ήρχουσουν τώρα να μου δώσης φιλήματα παγωμένα καρδίας νεκρής για μένα και χάδια που θα με πλήγωναν και ματιές που θάβριζαν την αγάπη μου! Κ ώ σ τ α ς. Μαρία άου... Μην εξάπτεσαι! Μ α ρ ί α.

Δώσε μου το χέρι σουείπε η κόρη, «θα σε βοηθήσω εις την ανάβασιν»· και ο Ρούντυ ησθάνετο να εγγίζεται από παγωμένα δάκτυλα

Και δεν έρχεται. Γιατί δεν έρχεται! — Δεν θάρθη ποτέ. — Και θα φωνάζη ως πότε; Θεέ μου! Τρέμω. — Θα φωνάζη αιώνια.... — Μια φούχτα χώμα. Κι' ο θρήνος είναι απέραντος. — Δεν είναι μια φούχτα χώμα. Είναι μια καρδιά... Σφίξε μου το χέρι. Κάνει κρύο. — Είναι μια καρδιά... — Τα χέρια σου είναι παγωμένα. — Κρυώνω. Πώς κρυώνω! — Τα δόντια σου κτυπούν άγρια.

τα παγωμένα αθέρια Λάμπουν χρυσά τ' αστέρια, Καιτο φεγγάρι που έτοιμο να βασιλέψη σκύβει Πέρατου Βάλτου τα βουνάπου καταχνιά τα κρύβειΑσπρίζουν του Ζυγού η κορφαίς η χιονοσκεπασμέναις, 'Σάν νάν' 'ψηλά φαντάσματα, 'ψηλαίς καμαρωμέναις Ως 'ς τ' άστρα, λες κι' απόκρυφα μ' αυτά συνομιλούνε. Ανάρηα-ανάρηα τα Ζυγά την Πούλια ακολουθούνε Και περασμένη τη 'μισή τη νύχτα σημαδεύουν.

Είναι ο Φλόκι, που θέλει να συνοδέψη τον αφέντη του. Είναι ήσυχος σύντροφος στον ύπνο και δεν ενοχλεί κανέναν. Έπειτα κοιτάζει αν το αγόρι της είναι ξαπλωμένο καλά και του ισιάζει το κρεββάτι, σα να θέλη να της ραγιστή η καρδιά, και του φιλεί τα παγωμένα χείλη. Έπειτα φεύγει και γω στέκω μόνος με το σκέπασμα, που, όπως της έταξα, πρέπει να το καρφώσω μόνος.

Δύο ή τρεις γνώριμοι, φίλοι, ή συγγενείς της μνηστής του, του είπον «καλώς ώρισες» με μελαγχολικόν τινα τρόπον, ως να τον ώκτειρον. Εφαίνοντο ότι εις πέντε έτη όλοι οι νέοι είχον γηράσει, ως να είχε παρέλθει εικοσαετία, και όλοι οι ωρίμου ηλικίας είχον γείνει ψυχροί και δύσκαμπτοι, ως παγωμένα σκέλεθρα. Ο Αγάλλος υπωπτεύθη ότι η μνηστή του τον είχεν αρνηθή, και είχε προτιμήσει άλλον.