United States or Sri Lanka ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γι' αυτό πρέπει χωρίς άλλο να φύγω, και ξεύρω τι είχετε να ειπήτε για να με πείσετε να μείνω, και λοιπόνΔώσε την μητέρα μου την πικρά αυτή είδησι με ένα συροπάκι· δεν δύναμαι να βοηθήσω εγώ τον εαυτό μου, και δεν πρέπει να δυσαρεστηθή, αν δεν δύναμαι να την βοηθήσω κι' αυτήν. Βέβαια αυτό θα την πικράνη.

Είπε, και ανέσπασε απ' την γη το βόταν' ο Αργοφόνος, μου το 'δωσε και μώδειξε το κάθε ιδίωμά του• η ρίζα του είναι ολόμαυρη, λευκόν ως γάλα τ' άνθος. μώλυ το λέγουν οι θεοί• κακά το ξεριζόνει 305 άνδρας θνητός• αλλ' ημπορούν οι αθάνατοι τα πάντα.

Μάλιστα θα το κάμω αυτό, αν θέλη ο θεός, Ιππία μου. Τόρα όμως δώσε μου μίαν σύντομον απάντησιν δι' αυτό. Και καλά έκαμες, σε βεβαιώ, που μου το ενθύμισες.

Όποιος με πιστέψη αποβλακωμένο θάναι λιγώτερο γνωστικός από μένα, κι' όποιος με πιστέψη τρελλό θα είναι ο ίδιος πειο τρελλός παρά εγώ». Ένας ψαρράς περνούσε, φορώντας κοντοκάπι από χονδρό χνουδωτό πανί, και μεγάλη κουκούλα. Τον βλέπει ο Τριστάνος, του κάνει νόημα, τον πέρνει κατά μέρος. «Φίλε, θέλεις ναλλάξουμε ρούχα; Δώσε μου το κοντοκάπι σου. Μου αρέσει πολύ».

Εκστατικός από τα πράγματα που έβλεπα, και από την επιστήμην του φιλοσόφου, τον επερικάλεσα να μου εξηγήση πως αυτά όλα τα πράγματα ημπορούσαν να γένουν. Βασιλέα μου, μου είπε, αυτή η εξήγησις θέλει αρκετόν καιρόν διά να την κάμω, δώσε μου άδειαν μοναχά να σου ειπώ, πως εγώ κυριεύω τριάντα εννέα επιστήμες.

Μόνο οι τυχοδιώκτες νεόπλουτοι, σαν τον Μιλέζο τον γαμπρό της, μπορούσαν να μην τις έδειχναν τον πρεπούμενο σεβασμό. «Δώσε τους τα χαιρετίσματά μου και πες στην ντόνα Ρουθ ότι σύντομα θα πάω να την επισκεφτώ.

Δεν ήταν βέβαια ποτέ καλοδουλεμένο και πλούσιο σ' αποδοσίδια. Η γη του δώσεδώσε τον παλιόν καιρό, φαινόταν κουρασμένη. Οπωσδήποτε στην ορμητική θέληση του Αντρέα του Ευμορφόπουλου άρχισε πάλε να υπόσχεται πολλά. Τα φύτρα και τα φύλλα έδειχναν νέα ζωή. Μα τώρα φαινόταν κουρνιαχτός. Πολλοί αργάτες πηγαινορχόνταν εκεί μέσα. Άλλοι με αξίνες, άλλοι με τσεκούρια, με δρεπάνια, με λοστούς, με δυναμίτη.

Μακάρι να ’ταν όλοι σαν κι εσένα και τα εφτά σκούδα που μου χρωστάς να ήταν εκατό!» «Ο διάολος να σε πάρει», σκαφτόταν ο Έφις. «Μου δάνεισες τέσσερα σκούδα τα Χριστούγεννα και τώρα τα έκανες κιόλας εφτά!» «Λοιπόν, Καλί», πρόσθεσε χαμηλόφωνα με σκυμμένο το κεφάλι σαν να μιλούσε στα γουρουνάκια που μυρίζονταν με επιμονή τα πόδια του. «Καλί, δώσε μου άλλο ένα σκούδο!

Εμπρός, ολίγη μουσική! Εισέρχονται ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ και ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ Κύριέ μου, δώσε μου την άδειαν να σου ειπώ έναν λόγον. ΑΜΛΕΤΟΣ Και ολόκληρην ιστορίαν, Κύριε. ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ Ο Βασιλέας, Κύριε, — ΑΜΛΕΤΟΣ Ε! τι γίνεται; ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ Αποσυρμένος εις τα δωμάτια του πάσχει φοβερά. ΑΜΛΕΤΟΣ Από το πολύ πιοτό, Κύριε; ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ Όχι, Κύριέ μου· από χολήν κάπως.

ΛΟΥΚΙΛΗ Τι είναι αυτά, πατέρα μου; Πώς είσαι έτσι; Κωμωδία παίζεις; Ιδού ο σύζυγος που σου δίνω. ΛΟΥΚΙΛΗ Εμένα, πατέρα μου; ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Ναι, εσένα. Έλα, δώσε του το χέρι και ευχαρίστησε το θεό για την ευτυχία σου. ΛΟΥΚΙΛΗ Μα εγώ δε θέλω να παντρευθώ. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Θέλω εγώ, και είμαι ο πατέρας σου. ΛΟΥΚΙΛΗ Μου είναι αδύνατον. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Τι αυθάδεια είναι αυτή; έλα, σου λέω, δώσε το χέρι σου.