United States or Côte d'Ivoire ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ έπιακα έναν παχύν ίσκιο βαλανιδιάς, σιμά σε παλιόν ξερότοιχο χωραφιού, έστρωσα της καβάλας μου τη φλοκωτή βελέντζα καταγής 'ςτ' απάτητα ξηρόχορτα, έβαλα προσκέφαλο το δισάκκι μου το τράγιο, και χωρίς να βγάλω ούτε φόρεμα ούτε τσαρούχια, ξαπλώθηκα τ' ανάσκελα σκεπασμένος μ' ένα λαφρό κοντοπάνι.

Δεν ήταν βέβαια ποτέ καλοδουλεμένο και πλούσιο σ' αποδοσίδια. Η γη του δώσεδώσε τον παλιόν καιρό, φαινόταν κουρασμένη. Οπωσδήποτε στην ορμητική θέληση του Αντρέα του Ευμορφόπουλου άρχισε πάλε να υπόσχεται πολλά. Τα φύτρα και τα φύλλα έδειχναν νέα ζωή. Μα τώρα φαινόταν κουρνιαχτός. Πολλοί αργάτες πηγαινορχόνταν εκεί μέσα. Άλλοι με αξίνες, άλλοι με τσεκούρια, με δρεπάνια, με λοστούς, με δυναμίτη.

Από τους λοιπούς μέρος λάτρευαν ακόμα, τους Ολύμπιους Θεούς, άλλοι ήσυχα και ποιητικά καθώς τον παλιόν καιρό, άλλοι με τα διατάγματα του Διοκλητιανού ή του Λικινίου στο χέρι. Έχουμε όμως και τρίτη μερίδα, τη γραμματισμένη καθώς την είπαμε, τη φιλοσοφική τη μερίδα. Κι αυτή τώρα βγαίνει πρωταγωνίστρα στο θρησκευτικό μας το δράμα.

Ο κόπος φέρει Με πλούσιο χέρι 645 Ό,τι συμφέρει Να ευτυχάη· Δεν είναι ο τόπος, Δεν είναι ο τρόπος, Μον είν' ο κόπος, Ο θησαυρός. Φτωχός μετριέται, Ταλαιπωριέται, Καταφρονιέται, Ο οκνηρός· 650 Τ ι μ ή, Φ ω τ ι ά, και Ν ε ρ ό. Συμφώνησαν παλιόν καιρό Τιμή Φωτιά, και το Νερό Μαζί να συντροφέψουν, Και τύχη να γυρέψουν·

Τώρα στον ίδιον που έλαχε να βασιλεύω θρόνον, που αυτός βασίλευε, την ίδιαν κλίνη την ίδια ακόμη σύζυγον μ’ εκείνον να ’χω, κι αν άκληρος δεν πέθαινε, θα ’ταν αδέλφια τα τέκνα του που θα ’καμνε με τα δικά μου° τον έχει δαμασμένο ωιμέ η κακή τύχη τον Λάιον° μα πατέρα μου σα να τον είχα θα προσπαθήσω το φονιά του Λαΐου να πιάσω, του Λαΐου, όπου ο Λάβδακος έχει γεννήσει, του Πολυδώρου το παιδί, όπου κρατάει από του Κάδμου τη γενιά κι απ’ τον παλιόν Αγήνορα.

Φτωχός μετριέται, Ταλαιπωριέται, Καταφρονιέται, Ο οκνηρός. Συμφώνησαν παλιόν καιρό Τιμή, Φωτιά, και το Νερό Μαζί να συντροφέψουν, Και τύχη να γυρέψουν· Στο δρόμο τους που περπατάν, Ένας τον άλλον ερωτάν· Αν λάχη και χαθούμε, Πως να ανταμοθούμε; Με χάσεταν, λέει η Φωτιά, Ρίξτε τριγύρω μια ματιά, Κι' οπού καπνό να ιδήτε, Ελάτε να με βρήτε.