United States or Suriname ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τρεις μέρες άρρωστος κι' απ' την πρώτη αρχή, που ήτανε καλύτερα ακόμα, δεν είχε βγάλει λέξι ούτε για το φονιά, ούτε για τα όσα τρέξανε τον τελευταίο καιρό στο σπίτι του, ούτε για τίποτε.

Αλλά μετά το έγκλημα, η καρδία της διαρρήγνυται εν σκηνή θαυμασία, της οποίας παθητικωτέρα δεν υπάρχει εν τω θεάτρω Ηλ. Δακρύτ' άγαν, ω σύγγον', αιτία δ' εγώ· διά πυρός έμολον α τάλαινα ματρί τάδ' ά μ' έτικτε κούραν... Ορ. Ιώ, Φοίβ', ανύμνησας δίκαν, άφαντα φανερά δ' εξέπρα- ξας άχεα φόνια δ' ώπασας λέχε' από γας Ελλανίδος.

Μόνον εγύρισε το πρόσωπό του από την άλλη μεριά για να μην τον βλέπη, και: — Αφήκες να σκοτώσουν τον αδελφοποιτό σου, του είπε, χωρίς ν' αδειάσης το τουφέκι σου· κ' έρχεσαι στο σπίτι μου, χωρίς το κεφάλι του φονιά στο χέρι σου; Είσαι άνανδρος! Είσαι προδότης! Και τον εσκούντησεν έξω, κ' έκλεισε την θύρα! Χωρίς ζωή στο κορμί του, χωρίς παρά στην τσέπη του!

Η ιδέα τούτη την τρόμαζε κ' ένοιωθε μέσα της τη λαχτάρα του φονιά κ' ένα σύγκρυο της περνούσε τα κόκκαλά της. Και γυρεύοντας να λυτρωθή απ' το σαράκι που την έτρωγε, παρακαλούσε από μέσα της να ησυχάση μιαν ώραν αρχήτερα, να κλείση τα μάτια του και να πάρη μαζί του αυτό που την τάραζε και την αγρίευε. Έτσι της φαινότανε πως εύρισκε το λυτρωμό της.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Λέγω, αν δεν συμφώναγε με σένα ο μάντις, του Λαΐου φονιάς δεν θα ’λεγε πως είναι ο Οιδίπους. ΚΡΕΩΝ Δεν ξέρω ο μάντις τι σου λέγει. Ωστόσο θέλω να μάθω, ως θες και συ από με να μάθης. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Εξέταζε. Φονιά ποτέ δεν θενά μ’ εύρης. ΚΡΕΩΝ Πώς; μη δεν έχης σύζυγον την αδελφή μου; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Απ’ όσα λέγεις τίποτε δεν απαρνούμαι. ΚΡΕΩΝ Μαζί της δεν μερίζεσαι την εξουσίαν;

Μα εγώ όμως τώρα, Πάτροκλε, στερνά σου αφού θα σβύσω, πριν δε σε θάβω, πριν εδώ σου φέρω του Εχτόρου την κεφαλή και τ' άρματα, τ' ατρόμητου φονιά σου, 335 και δώδεκα λεβεντονιούς πριν στη φωτιά σου δίπλα σου σφάξω Τρώες· τι βαθιά με δάγκασε ο χαμός σου.

Σκύβει και λέει της θειας της πως μεταγυρίζει στο λιομάζωμα, κ' ίσια στου Χουσεήνη το σπίτι. Ό τι γύριζε ο Χουσεήνης από το σπίτι του Χασάνη, που τον είχαν ξαπλωμένο στη μέση και ξεφώνιζαν οι γυναίκες του. Μαύρος από θλίψη κι από θυμό. Έτσι του ήρθε να τραβήξη το λάζο του και να τα σπαράξη της Ασήμως τα στήθια, σαν την πήρε η άγρια ματιά του. — Τονε βρήκα το φονιά! προφταίνει αυτή και του κράζει.

« Μου λέγει; — Είμαι η σκιά » Του εραστού σου Φώτου » Μ' εσκότωσεν ο Δημητρός, «'Κειός ο μεγάλος μου εχθρός, » Απάνωτο θυμό του.» « — Ο Δημητρός! — εφώναξε, — » — Η ζήλια μ' απαντάει, » Τον εκατάντησε φονιά, » Και το μαχαίριτην καρδιά. » Μου έμπηξετο πλάι — »

Ο διάβολος που χύνει την σφαίρα για τον φονιά, χύνει και μια για τον εκδικητή του. Άκουσε λοιπόν. Ίσως δεν ηξεύρεις ότι ο φονιάς του αδελφοποιτού μου μ' έκαμε να κινδυνέψω, να ληστευθώ από ένα μυλωνά, να διωχθώ από τον πεθερό μου, και να ξεπέσω άρρωστος στο χωριό σας. Μάθε το λοιπόν, να που σου το λέγω.

Οι λιγοστές γυναίκες, παίρνοντας τα παιδιά τους απ' τα χέρια, τρέχανε να σωθούνε μακρυά απ' το φονικό, τρέμοντας στη σάστισή τους περισσότερο τον χτυπημένο απ' το φονιά, που βρισκότανε μίλια μακρυάποιος ξέρει πούαυτή τη στιγμή.