United States or Fiji ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πετάχτηκε επάνω, έκανε μερικά βήματα πίσω και όταν βρέθηκε μέσα στην κουζίνα πήγε στη γωνιά πίσω από την πόρτα, άρπαξε με τα δυο της χέρια ένα σιδερένιο λοστό και ορθώθηκε με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο, τρομερή σαν Νέμεση με το ρόπαλο. Και ήταν εκείνη τώρα πού έκανε τον άντρα να υποχωρήσει, λέγοντάς του χαμηλόφωνα, με ύφος απειλητικό: «Φύγε, φονιά! Φύγε…Εκείνος υποχωρούσε. «Φύγε!

Ο Γκεσούλης, αφού έσωσε την περιουσία των ορφανών, μην αφίνοντας τον φονιά να πάρη τη σακκούλα του σκοτωμένου, κι' αφού παράδωκε και τον φονιά, κι' έκαμε τέλεια το χρέος του, ψόφησε απάνω σε σαράντα μέρες! Είπαν ότι ψόφησε από τη λύπη του! Χαροπάλευε η δόλια η μάννα, η πρωτονοικοκυρά του σπιτιού. Είταν τρία νυχτόημερα του θανατά.

Εγώ μπορεί να έχω σφάλει, αλλά είμαι νέος και μπορώ να διδαχτώ από αυτό. Γιατί έρχεσαι να με βασανίσεις; Το ήξερα πως θα’ ρθεις και σε περίμενα. Εσύ, εσύ τουλάχιστον πρέπει να καταλάβεις και να μη με καταδικάζεις. Κατάλαβες; Δεν απαντάς τώρα; Α, τρέμεις τώρα, φονιά; Φύγε, γιατί ντρέπομαι που σε άγγιξαΤον έσπρωξε βίαια και ξεκίνησε να φύγει.

Η χανούμισσα, παιδί μου, έχει ένα γυιο στον Ζ α π τ ι έ, που είναι από τους πρώτους ανακριτάδες. Της είπα την συμφορά που μας εγίνηκε· θα τον βάλη να μας εύρη τον φονιά! Η καϋμένη! δεν ηξεύρεις τι καλή που είναι! Τι κρίμα, που δεν το ήξευρα να έρθω προτήτερα στην Πόλι! Ως τα τώρα θα τον είχα τρεις φοραίς κρεμασμένο, και θα ήμουν απ' αυτή την μεριά τουλάχιστον ήσυχη!

Τότες λοξά τον κοίταξε και τούπε ο Αχιλέας 260 «Έχτορα, μή, φονιά άπιστε, μη λες μαρτύρους κι' όρκους. Όχι! Όρκους 265 δεν έχει οι διο μας, πριν νεκρός ο ένας πέσει χάμου κι' αίμας μπουχτίσει ο λάρυγγας του λιμασμένου τ' Άρη. Βάλε όλα σου τα δυνατά, την επιστήμη βάλ' την· χριά πάσα να φανείς γερό κοντάρι κι' αντριωμένο.

Τότες πια ο Φοίβος φώναξε του λυσσασμένου τ' Άρη «Άρη φονιά, ματόβρεχτε, Άρη καστροτινάχτη, 455 έλα απ' τον πόλεμο λοιπόν τον άντρα αφτόν να βγάλεις, πούναι άξιος και τον Δία πια να πολεμήσει τώρα. Την Κύπρη πρώτα πλήγωσε από κοντά στο χέρι, έπειτα ακόμα σαν στειχειό μου ρίχτηκε κι' εμένα

Ωστόσο η κόρη του Διός, η Αθηνά η Παλλάδα, παίρνει απ' το χέρι και λαλεί του λυσσασμένου τ' Άρη 30 «Άρη φονιά, ματόβρεχτε, Άρη καστροτινάχτη, δεν τους αφίνουμε τους διο να πολεμάνε τώρα, σ' όπιον του Κρόνου θέλει ο γιος τη νίκη να χαρίσει, κι' ας τραβηχτούμε πίσω εμείς, μη μας θυμώσει ο Δίας

Κι' ενώ κυλιούνταν στα σβουνιά, τους ξόρκιζε όλους γύρω, με τ' όνομά τους κράζοντας τους φίλους έναν έναν 415 «Ανοίχτε, αδέρφια... αφίστε με σας λέω, κιας με λυπάστε, να βγω όξω εφτύς και μόνος μου να τρέξω ως στα καράβια να πέσω ομπρός στα πόδια του, σ' αφτό το σαρκοφάγο... α το φονιά... ίσως σεβαστεί τα χρόνια μου, ίσως νιώσει σπλαχνιά για τ' άσπρα μου μαλλιά.

Ύστερα πάλι έφευγε ο νους της κ' η φαντασία της αλαφροπατούσε δειλά και φοβισμένα, σα γυναίκα κυνηγημένη, στον άλλον, σ' εκείνον, στο φονιά του αντρός της. Τάχα πού είνε κρυμμένος; Τάχα τον πιάσανε; Τάχα...; Αχ! Θεέ μου! — Ασημίνα! φώναξε, με ένα τίναγμα στο βύθος του ο άρρωστος. — Εδώ είμαι, Γιώργη μου, τι θέλεις, παιδί μου; Άνοιξε τα μάτια του τρομαγμένα και κύτταξε γύρω του εκείνος.

Να κάθεται, να τσιμπουκίζη και να συλλογίζεται. Τι συλλογίζεται; Όχι βέβαια τη γυναίκα και το μοναχοπαίδι που τα έχει σφαλισμένα στον Πύργο του Φονιά. Ούτε τα τόσα αίματα και τα λόγια που, παρακαλώντας τον θερμά λέγουν τα θύματά του, πριν σκύψουν το κεφάλι στον άσπλαχνο λάζο του.