United States or Bolivia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και εις έν τίναγμα αιφνίδιονριπής, τελευταίας του εκπνεύσαντος ανέμουανακινηθείσα η σκούνα εφάνη ότι άρτι αναδύσασα και αυτή ανετινάσσετο, ως ο καραβόσκυλος πρότερον, αποβάλλουσα την άλμην, αφροδίτη με κομψούς τιναγμούς αποσμήχουσα την μακράν της κόμην.

Και σε παρακαλώ τους φόβους σου και τ' άλλα κουροφέξαλα να τ' αφήσης κατά μέρος. Δε σου λέω τίποτ' άλλο παρά μόνο πως αυτή η εργασία πρέπει να τελείωση όσο το δυνατό γληγορώτερα. Πρέπει να τελειώση. Όπως ορίζετε, κ. εργοστασιάρχη. . Όσο για μένα ένα γλήγορο ανέβασμα, ένα ξαφνικό τίναγμα στ' αψηλά, στον αέρα, ίσως να είν' ένας θρίαμβος, μια νίκη. Στο μεταξύ ο μηχανικός φεύγει.

Σε λίγο, που κρύφτηκαν κι' αυτοί πίσω από μια ραχούλα, ο Γκεσούλης άρχισε να γυρίζη γλήγορα-γλήγορα το κεφάλι του, πότε προς το δρόμο, που είχε πάρει ο Ξενιτεμένος, και πότε προς το δρόμο του χωριού, σαν πετροπέρδικα, που φοβάται να μην τη σκιώση το γεράκι. Τέλος έκανε τίναγμα ξαφνικό και ρούπησε κατά το δρόμο του Ξενιτεμένου! Πέρασαν τέσσερα χρόνια ολάκαιρα από τότε.

Ύστερα πάλι έφευγε ο νους της κ' η φαντασία της αλαφροπατούσε δειλά και φοβισμένα, σα γυναίκα κυνηγημένη, στον άλλον, σ' εκείνον, στο φονιά του αντρός της. Τάχα πού είνε κρυμμένος; Τάχα τον πιάσανε; Τάχα...; Αχ! Θεέ μου! — Ασημίνα! φώναξε, με ένα τίναγμα στο βύθος του ο άρρωστος. — Εδώ είμαι, Γιώργη μου, τι θέλεις, παιδί μου; Άνοιξε τα μάτια του τρομαγμένα και κύτταξε γύρω του εκείνος.

Εκείνη τη φορά ο Αράπης τον έφαγε, θα τον άρπαξε, ως φαίνεται, κανένα κύμα εκεί που κατέβαινε από πάνω από την πλώρητην κουβέρτα. Γιατί τη στιγμή που άνοιξε τον Αράπη κι' εστάθητα πόδια της η σκούνα, εκαταλάβαμε ένα δυνατό τίναγμα κ' εσείσθηκεν όλο το σκάφος. Πόσους τρώγει έτσι η θάλασσα! — Παπαδράκο! εφώναξα τρεις φοραίς απόξω από τα Ψαρά, όταν καταλάβαμε πλεια πώς έλειπεν ο καϋμένος.

Γιατί επήδησα στο μπάρκο; γιατί εφώναξα «παιδιά εδώ»; Κ' εγώ δεν ξεύρω. Είδα πως ήταν γερό εκείνο; έλπισα πως θα εσωνόμαστε με αυτό; Τίποτα δεν είδα, τίποτα δεν έλπισα. Στη φωνή μου επήδησαν και οι άλλοι στο μπάρκο και ο καπετάνιος υστερνός. Και απάνω στην ώρα· πέντε λεφτά αργότερα όλοι θα επηγαίναμε στον πάτο. Γιατί από το αδιάκοπο τίναγμα ήρθε μία στιγμή κ' εχωρίστηκαν τα καράβια.

Την απώθει και την εκτύπα ο Στρατής, λυσσών εξ οργής, αλλ' αυτή δι' απελπιστικών προσπαθειών προσεκολλάτο επάνω του και τον ημπόδιζε να καταδιώξη τον Μανώλην. Όταν όμως ήκουσε τους προκλητικούς του λόγους, ο Στρατής της έδωκε βιαιότατον τίναγμα και την έστειλε να σωριασθή εις απόστασιν.