United States or Mayotte ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΔΙΑΦΟΥΑΡΟΥΣ Την αγαλλίασι που αισθανόμεθα . . . ΑΡΓΓΑΝ Να μπορούσα να έλθω στο σπίτι σας. κ. ΔΙΑΦΟΥΑΡΟΥΣ Για τη χάρι που μας εκάνατε . . . ΑΡΓΓΑΝ Για να πεισθήτε. κ. ΔΙΑΦΟΥΑΡΟΥΣ Να θελήσετε να μας δεχθήτε . . . ΑΡΓΓΑΝ Αλλά ξαίρετε, κύριε, κ. ΔΙΑΦΟΥΑΡΟΥΣ Εν τη τιμητική, κύριε, ΑΡΓΓΑΝ Τι είναι ένας δυστυχής άρρωστος, κ. ΔΙΑΦΟΥΑΡΟΥΣ Συγγενεία σας. ΑΡΓΓΑΝ Που δεν μπορεί να κάνη τίποτε άλλο, κ.

Οι κυράδες του ήταν στην εκκλησία και πήγε να τις βρει, αλλά βρέθηκε χωρίς να το θέλει ανάμεσα στον ντον Πρέντου, τον Μιλέζο και τον Τζατσίντο, μπροστά σε κάποιον που πουλούσε κρασί και ξαφνικά είδε τρία κίτρινα ποτήρια μπροστά στο πρόσωπό του. «Πιες, βλάκα!» «Για μένα είναι νωρίς.» «Ποτέ δεν είναι νωρίς για έναν άντρα γερό. Ή μήπως είσαι άρρωστος

Την διήγησιν ταύτην ήκουσα εκ στόματος της κυρά-Ρήνης Ελευθέραινας, του ποτέ Ροδίτη, σεβασμίας γερόντισσας Αθηναίας. «Είχαμε ένα χρόνο στεφανωμένοι με τον μπάρμπα-Λευθέρη, αυτόν που βλέπεις, και όλον τον χρόνον δεν έπαυσε να είνε άρρωστος. Σου έχω ειπεί πως με είχεν ελκύσει με τα χάδια του, ενώ ήτον αυτός τριαντάρης, κ' εγώ ήμουν δώδεκα χρονών τρελλοκόριτσο, που να μην πήγαινα παραπάνω.

Μα, κύριε, βάλτε το χέρι στην καρδιά σας: είστε άρρωστος; ΑΡΓΓΑΝ Πώς, αχρεία; αν είμαι άρρωστος, λέει; αν είμαι άρρωστος, αδιάντροπη; Ναι, είστε πολύ άρρωστος, σύμφωνοι· και πειο άρρωστος μάλιστα από όσο νομίζετε. Τελείωσε το ζήτημα. Μα η κόρη σας πρόκειται να πάρη έναν άντρα για τον εαυτό της· και μια φορά που δεν είνε κι' αυτή άρρωστη, δεν υπάρχει καμμιά ανάγκη να της δώσετε ένα γιατρό.

Κι εσύ δεν κουνιέσαι;», εκείνη είπε στον άλλο ζητιάνο. «Ήταν άρρωστος; Δεν απαντάς

Αφού θα είχα τη δύναμη να κάνω το ένα, θα είχα τη δύναμη να κάνω κι όλα τάλλα. Έπειτα, χάρισμα θα τάκαμνα, παιδιά. Θα είμουν Παναγιά, θα είμουν όμως και ποιητής. Για να γιατρέψω, δε θα γύρεβα πρώτα να με πιστέβη ο άρρωστος ή να πιστέβη πως θα γιατρεφτή. Ο ποιητής τέτοιες έννοιες δεν έχει.

Είχε φύγει από το κτηματάκι με η βεβαιότητα ότι κάτι εξαιρετικό θα συνέβαινε, κοιτάζοντας όμως προς τα επάνω τη σκάλα του φάνηκε ότι και ο ντον Πρέντου ήταν λυπημένος, σχεδόν άρρωστος, και ότι δίσταζε να κατέβει, κρατώντας στο ένα χέρι το κλαδευτήρι που γυάλιζε και στο άλλο μια κληματίδα, η βιολετιά άκρη της οποίας έσταζε, όπως από ένα δάχτυλο κομμένο σταγόνες αίμα. «Περίμενε να τελειώσω ή μήπως βιάζεσαι να φύγεις;», είπε ο ντον Πρέντου, αλλά αμέσως συνήλθε, κάτι θυμήθηκε, και κατέβηκε βαρύς, αφήνοντας τον Έφις να τραβήξει στην άκρη τη σκάλα. «Να», άρχισε, όταν βρέθηκαν στο ισόγειο δωμάτιο που ήταν γεμάτο ήλιο και σκιές από χελιδόνια, «να, πρέπει να σου πω κάτι…», και δίσταζε κοιτάζοντας τα χέρια του, «να, θέλω να παντρευτώ τη Νοέμι

Σαν ήτον άρρωστος, ένα χρόνο και παραπάνω δεν του έλειπεν ο πυρετός, όλη η γειτονιά, κ' η συγγένισσές μου, κ' η κουμπάρες μου, έλεγαν πως είχε καταντήσει να γείνη φτισικός. Είχε χτικιάσει, μου είπαν. Ω! συφορά μου! Γιατροί, γιάτρισσες, γιατρικά, μαντζούνια, τίποτε δεν ωφέλησαν. Η φτώχεια μάς έδερνε, να δουλέψη ο ίδιος δεν μπορούσε. Ο θεός ξέρει πώς τάφερνα βόλτα, με ψέμματα, με αλήθεια.

Την τέχνην δεν κατέχεις πώς εις την πονεμένην την ψυχήν να φέρης θεραπείαν; Από την μνήμην δεν 'μπορείς να ζερριζώσης λύπην, να σβύσης όσατο μυαλό εχάραξεν η έννοια; Δεν έχεις αντιφάρμακον, λήθης πιοτόν δεν έχεις μέσ' απ' το στήθος το βαρύ να 'βγάζη το φαρμάκι, οπού πλακόνει την καρδιά; ΙΑΤΡΟΣ Ο άρρωστος, αυθέντα, αυτά τα πάθη μόνος του να τα ιατρεύση πρέπει.

Εβγήκα έξω, εγονάτισα, την κατεφίλησα και ησθάνθην μίαν γλυκάδα μέσα εις την καρδίαν μου, σαν ο άρρωστος όταν παίρνη δυναμωτικό.» Ο καπετάν-Μαμμής ανεστέναξε και έκαμε τον σταυρόν του. Και πάλιν εξηκολούθησε με δικαίαν περιέργειαν. «Οι ρώσοι συνάχθηκαν γύρω-γύρω, μελίσσι. Κ' έκαμναν μετάνοιαις έως κάτω, σαν εις την εκκλησίαν. Τέλος έφυγεν ο παπά Σεραφάκος.