Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025


Τα μάτια της ρωτούσαν μ' ανησυχία και άπειρη θλίψη: «Αλήθεια είνε άρρωστος βαρειά ο ΓιώργοςΑλλ' η φωνή της είπε άλλο. — Στην ώρα κείνη και στη ψυχή που θα παραδώσω στο Θεό, σου λέω και να με πιστέψης, πως ποτέ του παιδιού και του λόγου σου κακό δεν ήβαλα στο νου μου. Μάρτυρας μ' ο Θεός, απού θα με κρίνη, πως ήκαμα ό,τι μου 'τονε μπορετό και πάντα τούλεγα να μη σιμόνη στη φωτιά που με κεντά.

Τρεις μήνους ήταν άρρωστος, τρεις μήνους κοιτασμένος. Σάπηκαν τα γελέκια του, έρρεψε η λεβεντιά του, Τώφαε η αρρώστεια το κορμί, κ' ελύθηκαν οι αρμοί του. Τα δυο τα σταυραδέρφια του τον εγιατρολογούσαν Με ρίζες, μ' αγριοβότανα, με σταυρωμούς, με ξόρκια.

Και όταν δε πάλιν ήκουσε παρά του ιδίου την παράδοξον ιστορίαν εκείνης της αλύσεως, με ακόμη περισσότερον θάμβος την έβλεπε, ως ιερόν τι πράγμα πλέον, οπού είχε μεγάλην δύναμιν ν' αποτρέπη το κακόν. Καθώς τω όντι και συνέβη πολλάκις εις την Αμερικήν, όταν ως δύτης πολλάκις εσώθη, όπως εκείνος έλεγεν. Η ιδία η μητέρα της, έκπληκτος, της είπε μίαν ημέραν, οπού ο Λαλεμήτρος ήτο άρρωστος.

Τρεις μέρες άρρωστος κι' απ' την πρώτη αρχή, που ήτανε καλύτερα ακόμα, δεν είχε βγάλει λέξι ούτε για το φονιά, ούτε για τα όσα τρέξανε τον τελευταίο καιρό στο σπίτι του, ούτε για τίποτε.

Επίστευεν αυτός, ότι το ολιγώτερον, εκείνοι που του εχρεωστούσαν θα ήθελαν του επιστρέψει εκείνα, όσα τους είχε δανείσει· μα ποίος του τα αρνούνταν, και ποίος δεν ήτον εις στάσιν δια να τον πληρώση, και όλα αυτά επροξένησαν μεγάλην θλίψιν εις τον Βανάην, και από τον πόνον του έπεσεν άρρωστος.

Δεν αγαπάτε κανένα, ούτε τον ίδιο σας τον εαυτόΟι δυο φίλοι σκουντούσαν ο ένας τον άλλο χαμογελώντας. «Είσαι πραγματικά άρρωστος απόψε∙ άδειο το πουγγί, βλέπεις.» «Το δικό μου το πουγγί είναι πιο γεμάτο από το δικό σας! Πάμε στο καπηλειό και θα δείτε», είπε κοκκινίζοντας μες στο σκοτάδι. «Δεν θέλησες να πιείς μαζί μας! Και πεθαμένο να σε δω, δε δέχομαι το κρασί σου

Την ημέραν όμως που ετελείωνε το σαρανταήμεροθυμούμαι καλά· ο άρρωστος και ο φιλάργυρος δεν κάμνουν λάθος εις το μέτρημαβλέπω κ' έρχεται, καθαρά-καθαρά πλέον, την αυγήν, ο άγιος Γεώργιος, 'ς τον ύπνον μου. — Άη μ' Γιώργη! Διέκοψεν η Θωμαή, κάμνουσα τον σταυρόν της. — Άη μ' Γιώργη! προσέθηκε και η γραία. — Βλέπω τον άγιον Γεώργιον, καθώς τον είδα ζωγραφισμένον εις το εγκόλπιον του αρχιερέως.

Ο Ήλιος απ' αλάργα Την ακλουθάει με την ματιά, και με καϋμό της λέει, Πως θα τον κάμη η αγάπη της βαρη' άρρωστος να πέση. Και σαν το μάθη η μάνα του, η μάγισσα η μεγάλη Και ξακουστή βασίλισσα, θε να της κάμη μάγια.

Οι Αγάδες » Φεύγουνε 'δώ, φεύγουνε 'κεί, » Και δεν γυρίζουν πάλι.» « Μαθαίνω· η Ακρόπολι » Κινδύνευε να πέση »'Σ του Κιουταχή τα χέρια. » Πιάνω 'κεί μετερίζι, » Αλλ' εγώ πέφτω άρρωστος » Ο Πόλεμος αρχίζει. » Και τη σκηνή μου κλείσανε » Οι Τούρκοι μεςτη μέση.» « Και άρρωστος 'πετάχτηκα » Με το σπαθί μου έξω. » Βλέπω τα παλληκάρια μου » Να φεύγουνε.

Ο άρρωστος σήκωσε το δείχτη νεύοντας όχι. «Έτσι κι αλλιώς θα πεθάνω, αφήστε με να πεθάνω σαν υπηρέτης.» «Μπροστά στο Θεό δεν υπάρχουν ούτε υπηρέτες ούτε αφεντικά», είπε η ντόνα Έστερ και ο ντον Πρέντου έσκυψε και έκανε να τον σηκώσει στην αγκαλιά του. «Πάψε, χαζέ. Πάψε

Λέξη Της Ημέρας

βαρδαλάαας

Άλλοι Ψάχνουν