United States or Cuba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλος χαρά και δάκρυατο λόγο του Κωλέττη: « Κωλέττη μου! . . . πατέρα μου! « Σ' έχω συγχωρημένο, » Αφ' όταν το κουφάρι μου »'Βρέθηκε κρεμασμένο « Μες την ψηλή Ακρόπολι. . . . » Μην έχης πλειό σεκλέτιΣιγάνε και σηκόνεται Ο υιός της Καλογραίας , Της Άρτας το προπύργιο. Φαγάς των Οσμανλίδων, 'Σηκώθηκε κ' εσείσθηκεν Ο τόπος. Των Ατρείδων 'Σάν να επρόβαλε κανείς, Ή ο φρικώδης Αίας.

Και απ' τον θεόν κινούμενος άρχισε και τραγούδι έβγαλ', εκείθε πιάνοντας, 'που μέρος των Αργείων, 500 αφού ταις σκηναίς έκαψαν, με τα καράβια φύγαν, κ' οι άλλοι με τον ένδοξον εμέναν Οδυσσέα των Τρώων εις την αγορά, μες τ' άλογο κρυμμένοι• τι το 'χαντην ακρόπολι μόνοι τους σύρ' οι Τρώες. τ' άλογον έστεκεν αυτού, και ολόγυρά του εκείνοι 505 καθήμενοι πολλά 'λεγαν και τρεις η γνώμαις ήσαν• ή με το σκληρό σίδερο να σχίσουν τ' άδειο ξύλο, ή, αφού το σύρουν κάτακρα, 'ς ταις πέτραις να το ρίξουν, ή να τ' αφήσουν των θεών μέγα ιλαστήριο δώρο, όπως κατόπιν έμελλε το πράγμα να τελειώση. 510 ότ' ήταν μοίρα να χαθή η πόλι, αμ' αγκαλιάση το μέγα ξύλιν' άλογο, 'που των Αργείων τ' άνθος μέσα του εκλειούσε, κ' έφερναν φόνο, φθορά των Τρώων. κ' έψαλνε πώς οι Αχαιοί την πόλιν ερημώσαν από του αλόγου την βαθειά καθίστρα ορμώντας όλοι• 515 κ' έψαλνε πώς άλλοι αλλαχού την πόλι ξολοθρεύαν, αλλ' ο Οδυσσηάςτα δώματα του Δηιφόβου εχύθη μαζή με τον ισόθεον Μενέλαον, ως ο Άρης, και μάχην πώς εκεί φρικτήν ετόλμησεν εκείνος, και η μεγαλόψυχη Αθηνά του εχάρισε την νίκη. 520

Εκαθόμουν στην ενορία των Αγίων Αποστόλων, σ' ένα στενό σοκάκι, στην Ακρόπολι αποκάτω. Είχα το παιδί στην κούνια κ' έκλαιε. Εγώ υπόφερνα απ' τους πόνους της αρρώστειας κ' εδίψαγα φοβερά. Εφώναζα νάρθη κανένας. Εζητούσα ένα ποτήρι νερό για έλεος. Κανένας δεν ήρχετο. Η γειτόνισσες, άλλες είχαν φύγει, με την ώρας τους, στην εξοχή, κι' άλλες έκαναν τον κουφό και δεν άκουαν.

Οι Αγάδες » Φεύγουνε 'δώ, φεύγουνε 'κεί, » Και δεν γυρίζουν πάλι.» « Μαθαίνω· η Ακρόπολι » Κινδύνευε να πέση »'Σ του Κιουταχή τα χέρια. » Πιάνω 'κεί μετερίζι, » Αλλ' εγώ πέφτω άρρωστος » Ο Πόλεμος αρχίζει. » Και τη σκηνή μου κλείσανε » Οι Τούρκοι μεςτη μέση.» « Και άρρωστος 'πετάχτηκα » Με το σπαθί μου έξω. » Βλέπω τα παλληκάρια μου » Να φεύγουνε.

Εκείθ' επλέαμεν εμπρός, με την ψυχή θλιμμένη. κ' οι άνδρες όλοι εδείλιαζαν βαρειά λαμνοκοπώντας, χαμένα, ότι δεν φαίνονταν η επιστροφή μας πλέον. και ημέραις έξι πλέοντας άκοπα, την εβδόμη 80την υψηλήν εφθάσαμεν ακρόπολι του Λάμου Λαιστρυγονιά Τηλέπυλην, όπου βοσκός, 'που μπαίνει, βοσκόν, 'που βγαίνει, χαιρετά και τούτος του απαντάει. άνθρωπος άυπνος ουτού μισθούς θα 'παιρνε δύο, τον έναν βώδια βόσκοντας, αρνιά λευκά τον άλλον, 85 τι έχουν τους δρόμους των εγγύς η νύκτ' αυτού και η 'μέρα.