United States or Libya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο έπαρχος εξελθών την εχαιρέτισε φιλικώς, αλλ' η Κυρά Λοξή δεν επρόσεξεν εις τον χαιρετισμόν του. Δραμούσα προς τον τυφλόν της τον έλαβεν εκ της χειρός, τον ανήγειρε και διηυθύνθη μετ' αυτού προς τον ιατρόν, όστις έστεκεν εις το κατώφλιον της θύρας του.

Τότε είδεν ο χωλός στρατιώτης ότι ευρίσκετο πάλιν εις την ιδίαν τράπεζαν· αντικρύ του είδε τον πύργον και την ωραίαν χορεύτριαν, η οποία ακόμη έστεκεν εις το έν ποδάρι της, και εσήκωνε το άλλο εις τον αέρα. Ο στρατιώτης εσυγκινήθη. Του ήλθαν τα δάκρυα εις τα μάτια, αλλά τα εκράτησε και δεν έκλαυσε, διότι εσυλλογίσθη ότι δεν ταιριάζει. Εκύτταξε την νέαν, τον είδε και εκείνη, αλλά δεν είπαν λέξιν.

Αυτός έστεκεν εις υψηλόν θρόνον καμωμένον εις μορφήν Δράκου, εγκοσμημένον με πολύτιμες πέτρες, και είχεν ολόγυρα του θρόνου του πολλούς φύλακας με τα σπαθιά γυμνά εις τα χέρια· ο οποίος βλέποντάς τον Καλάφ έστειλεν ένα του φύλακα διά να τον εξετάξη το τι είνε ο ερχομός του εκεί.

Με τούτα τα λόγια, αυτή ετραβήχθη ομού με τες άλλες νέες που την εσυντρόφευαν και έμεινεν εκεί αυτός μόνος. Ο Κουλούφ έμεινε πολλά θλιμμένος, που επροξένησε της κυράς που αγαπούσε δυσαρέσκειαν, και έστεκεν εκεί εις την σάλαν περικυκλωμένος από χιλίους στοχασμούς.

Εκεί ηκούσθη να κτυπούν εις την θύραν του παλατίου, και ο γέρων βασιλεύς υπήγε ν' ανοίξη. Μία βασιλοπούλα έστεκεν έξω από την θύραν· αλλά η τρικυμία την είχε κάμει άνω κάτω. Τα νερά έτρεχαν από τα φορέματά της και από τα μουσκευμένα μαλλιά της, τα υποδήματά της ήσαν καταλασπωμένα, και ήτο εις κακήν κατάστασιν η πτωχή, αλλ' όμως έλεγε και καλά ότι ήτο αληθινή βασιλοπούλα.

Ο Τούρκος εξηκολούθησε: — Μα πριν προφθάσω ακόμα να κρυφθώ, να κ' εμβήκε το σκυλί μέσα καθώς μου το περιέγραψε. Τον λύκο τον είχα σηκωμένο, μα έλα που έδωκα τον λόγο μου;! Εφοβήθηκα μην εννοήση τίποτε, και με κάμη να τον παραβώ. Έτσι εβγήκα, κ' ετράβηξα προς το γεφύρι. Απ' εδώ θα περάση, είπεν ο μυλωνάς. Εδώ τον εκαρτέρησα, στον ίδιο τον τόπο που έστεκεν, όταν εσκότωσε τον αδελφοποιτό μου.

Και όταν ήλθες εις τον εαυτόν σου, πού ευρέθης; ηρώτησεν η μοναχή. — Όταν άνοιξα τα όμματά μου, μου εφάνη ότι ήμουν επάνω εις μίαν κλίνην ζεστήν, και φωτία αναμμένη έκαιε πλησίον μου. Ένας αγνώριστος άνθρωπος έστεκεν επάνωθέν μου και μ' εκύτταζε με συμπάθειαν. — Και έπειτα; — Έπειτα δεν ενθυμούμαι πλέον. Εδώ σταματά η μνήμη μου. Ως φαίνεται έπεσα εις αρρώστιαν, η οποία διήρκεσε πολύν καιρόν.

Η Κυρά και ο Κουλούφ εκάθησαν εις την τράπεζαν, και ο σκλάβος έστεκεν ορθός· και καθώς ο σκλάβος έδιδεν ευχαρίστησιν της Δηλαράς με τα μέτωρά του, εζήτησε θέλημα από τον αγαπημένον της, διά να τον βάλη να καθήση εις την τράπεζαν με αυτούς. Ο Κουλούφ αφού και έκαμε κάποιες εναντίωσες, τον επρόσταξεν και εκάθησεν ανάμεσόν τους, και άρχισαν διά να φαν.

Φορούσα τα νυμφικά της, χρυσά προικιά, βαρειά προικιά, χρυσά στολίδια, μεταξωτά στολίδια, έστεκεν εις το παράθυρον σαν της χαράς κ' ευδαιμονίας τάγαλμα, κ' έβλεπε την πομπήν την μεγαλοπρεπή, που εβγήκαν οι ιερείς από την εκκλησίαν να ρίψουν τον Σταυρόν εις την θάλασσαν, ν' αγιασθώσι τα νερά. Κοντά της ίστατο ο καπετάν-Μοναχάκης εύμορφος, στολισμένος, καπετάνιος ευτυχής.

Γυρίζω· οι ναύτες όλοι είχαν κατεβή. Μόνος εγώ αγκαλιασμένος καλά στο κορζέτο εξεχάσθηκα κυτάζοντας το θαύμα. Γοργά εγλύστρησα δίπλα στον καπετάνιο. Τον βλέπω με αγριεμένο πρόσωπο, το μάτι βαθύ, γοργογύριστο ν' ατενίζη το απειλητικό στοιχειό, λέγεις κ' ήθελε να το αβασκάνη. Στο δεξί χέρι εκράτει ένα μαυρομάνικο λάζο κ' έστεκεν εμπρός στο πρυμιό κατάρτι σαν να το έβανε μετερίζι.