United States or Jersey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ούτω μετά την απόφασιν επρόσταξε τον Αναΐπην του, και επήγε και επήρεν από το σπήτι της την Ρεσπίναν, και την έφεραν έξω από την χώραν πέντε μίλια μακρυά, και εκεί έκαμε να την θάψουν έως τον λαιμόν, μένοντας μόνον το κεφάλι της έξω από την γην και εκεί την άφησε διά να αποθάνη. Η πτωχή Ρεσπίνα το λοιπόν έστεκεν εις εκείνον τον ανάμερον τόπον εις την άνωθεν κατάστασιν.

Κατοικεί εις τον πύργον, ενώ εγώ κατοικώ εις το κουτί, και με άλλους εικοσιτέσσαρας μαζή! Δεν χωρεί και αυτή εις το κουτί. Αλλά θα πασχίσω να κάμω την γνωριμίαν της. Και εξηπλώθη μακρύς πλατύς οπίσω από μίαν ταμβακοθήκην, η οποία ήτο επάνω εις την τράπεζαν. Απ' εκεί έβλεπε με την ησυχίαν του την νόστιμην νέαν, η οποία έστεκεν ολονέν εις το έν της ποδάρι, χωρίς να φαίνεται ότι κουράζεται.

Εστάθηκα ένα ολόκληρον χρόνον με αυτά τρεφόμενος από χόρτα, διότι εκείνων των τελωνίων η τροφή έστεκεν όλον εις κόκκαλα, των οποίων οι άνθρωποι τρώγοντας το κρέας τα έριχναν. Και διά να μη τους λείψη αυτή η ζωοτροφία, είχαν επιταυτού διωρισμένα διάφορα τελώνια, που επήγαιναν διά να τα μαζώνουν, και να τους τα φέρουν από όλον τον κόσμον.

Ετούτο το θηριώδες πτηνόν έρχεται και πέφτει με πολλήν βίαν εις το καράβι μας· και άρπαξε τον εχθρόν μας, που έστεκεν εις την πρύμην, και τον έφερεν εις τον αέρα.

Το οποίον ευθύς έγινεν. Φθάνοντας ο σεντουκάς και ο σκλάβος, ο ξένος επρόσταξε τον σεντουκάν διά να φτειάση μίαν κασσέλαν έξη ποδάρια μακρυάν, και τέσσαρα πλατείαν· ο τεχνίτης εις ολίγην ώραν την ετελείωσε· και ο ξένος από το μέρος του δεν έστεκεν αργός, αλλ' εκατασκεύασε πολλά μηχανικά πράγματα, διά να βάλλη εις την κασσέλαν· δηλαδή τροχούς, σφαίρες και άλλα παρόμοια, Και ωσάν απέρασεν εκείνη η ημέρα, απέστειλε τον σεντουκάν και ο ξένος έμεινε μοναχός, και επαιδεύθη όλην την άλλην ημέρα, διά να βάλλη εις τάξιν τες μηχανικές, σφαίρες και τροχούς, διά να κάμη τέλειον το έργον του.

Έστεκεν εις το έμβασμα τούτου του φοβερού σπηλαίου ένα θηρίον, του οποίου με τι τρόπον να περιγράψω την ασχημοσύνην του· εστοχάσθηκα ότι και αυτό θα είνε ένας Αφρικός, επειδή και επαρομοίαζε κατά πολλά εκείνα που είχα ιδεί· το οποίον ήτο δεμένον με χοντρές αλυσίδες· και ωσάν με είδε, με έκραξε με μίαν φωνήν, που επαρομοίαζε την βροντήν.

Από τι; Από τι φτερουγίζουν οι ανήσυχες πεταλούδες των φύλλων της ; Από αύρες τάχα που σβύσαν εδώ και χρόνια ; Από φιλιά που πήρε μια φορά ; Ως που νάρθουν καινούργιες χαρές θυμάται της παληές η τρελλή λεύκα και της ξαναζή. Ξέρω μια λεύκα με κορμί σαν γυναίκειο, που ζη και το τελευταίο της φύλλομια λεύκα τρελλή, πολύ τρελλή. Το κυπαρίσσι έστεκεν αντίκρυ κι' η λεύκα το ρωτούσε.

Και απ' τον θεόν κινούμενος άρχισε και τραγούδι έβγαλ', εκείθε πιάνοντας, 'που μέρος των Αργείων, 500 αφού ταις σκηναίς έκαψαν, με τα καράβια φύγαν, κ' οι άλλοι με τον ένδοξον εμέναν Οδυσσέα των Τρώων εις την αγορά, μες τ' άλογο κρυμμένοι• τι το 'χαντην ακρόπολι μόνοι τους σύρ' οι Τρώες. τ' άλογον έστεκεν αυτού, και ολόγυρά του εκείνοι 505 καθήμενοι πολλά 'λεγαν και τρεις η γνώμαις ήσαν• ή με το σκληρό σίδερο να σχίσουν τ' άδειο ξύλο, ή, αφού το σύρουν κάτακρα, 'ς ταις πέτραις να το ρίξουν, ή να τ' αφήσουν των θεών μέγα ιλαστήριο δώρο, όπως κατόπιν έμελλε το πράγμα να τελειώση. 510 ότ' ήταν μοίρα να χαθή η πόλι, αμ' αγκαλιάση το μέγα ξύλιν' άλογο, 'που των Αργείων τ' άνθος μέσα του εκλειούσε, κ' έφερναν φόνο, φθορά των Τρώων. κ' έψαλνε πώς οι Αχαιοί την πόλιν ερημώσαν από του αλόγου την βαθειά καθίστρα ορμώντας όλοι• 515 κ' έψαλνε πώς άλλοι αλλαχού την πόλι ξολοθρεύαν, αλλ' ο Οδυσσηάςτα δώματα του Δηιφόβου εχύθη μαζή με τον ισόθεον Μενέλαον, ως ο Άρης, και μάχην πώς εκεί φρικτήν ετόλμησεν εκείνος, και η μεγαλόψυχη Αθηνά του εχάρισε την νίκη. 520

Εκεί ήτον ένας ναός ονομαζόμενος Πάνθεον· επάνω εις το πάνθεον έστεκεν ένα άγαλμα μπρούντζινον επάνω εις ένα άλογον από το αυτό μέταλλον.

Ετούτα τα υστερινά λόγια, με τον τρόπον με τον οποίον η Γαντζάδα τα είπεν, αβγάτισαν την αντράλωσίν μου και άρχισα να εμβαίνω εις την υποψίαν, πως έμπλεξα χωρίς να έχω ελπίδες να ελευθερωθώ· και πως η ζωή μου έστεκεν εις μεγάλον κίνδυνον.