United States or British Indian Ocean Territory ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι αυτός τους προστάζει να σηκώσουν αμέσως το κυνήγι και να το φέρουνε στην Αθήνα, για να κάμουν ένα καλό ζιαφέτι πριν πολεμήσουν. Κ' έτσι έγινε. Πάνε στην Αθήνα, ψήνουν το κυνήγι, καθίζουνε μέσα στο παλάτι, και το ρίχτουν στο φαγοπότι. Και τρώγοντας και πίνοντας λησμονούν του τσομπάνη τα λόγια. Ως και τραγουδιστάδες, και χορεύτρες γυρεύανε.

Εστάθηκα ένα ολόκληρον χρόνον με αυτά τρεφόμενος από χόρτα, διότι εκείνων των τελωνίων η τροφή έστεκεν όλον εις κόκκαλα, των οποίων οι άνθρωποι τρώγοντας το κρέας τα έριχναν. Και διά να μη τους λείψη αυτή η ζωοτροφία, είχαν επιταυτού διωρισμένα διάφορα τελώνια, που επήγαιναν διά να τα μαζώνουν, και να τους τα φέρουν από όλον τον κόσμον.

Εψεύσθην όμως της ελπίδος, επειδή και το πονηρόν εκείνο ζώον όλην εκείνην την ημέραν με εκρατούσεν υποκάτω του· και το βράδυ όταν εχόρτασε τρώγοντας οπωρικά, πάλιν κολλημένον από τον λαιμόν μου με έκαμε να πλαγιάσω κατά γης να αναπαυθώ, ηθέλησα να δοκιμάσω να του ξεκολλήσω τα ποδάρια από τον λαιμόν μου, όμως δεν εστάθη τρόπος, επειδή και όταν αγροικούσεν ολίγον να του πιάσω τα ποδάρια, τα έσφιγγε τόσον εις τον λαιμόν μου, που εκινδύνευε να με πνίξη.

Έβλεπα τ' αμπέλι μου, με τη μεγάλη βαλανιδιά στην κορφή του, που περνούσα τες καλύτερες και τες πλειο ευτυχισμένες ώρες της παιδιακάτικης ζωής μου, τρώγοντας γλυκύτατα σταφύλια, ωριμώτατα σύκα και ζουμερώτατα ροδάκινα... Είταν όλα, όπως τα είχα αφήσει εδώ και δέκα πέντε χρόνια. Όλα στον τόπο τους και στη θέση τους.

Γεμάτη η Αθήνα τέτοια μεγάλα κεφάλια, που περπατώντας, τρώγοντας, ή και ρουχαλίζοντας, βρίσκουν πως η Φύση τούς έχει πλασμένους για ν' αφήσουν &πάτημα& μέσα στην ιστορία. Άλλος σε τούτο το στοιχείο της δόξας, άλλος σ' εκείνο. Η ζωή τους είναι μαρτύριο κι αυτή μεγάλο σαν το κεφάλι τους.

Μίαν ημέραν περιδιαβάζοντας εις τον τόπον οπού ετρέφοντο τα ζώα του, εις τον οποίον ήσαν δεμένα εις ένα παχνί ένας γάιδαρος και ένα βόιδι, ήκουσε να ομιλούν αναμεταξύ των αυτά τα δύο ζώα, και το βόιδι εκαλοτύχιζε τον γάιδαρον διά την ανάπαυσιν που είχε, λέγοντάς του· επαινώ και ζηλεύω την καλήν σου τύχην, που στέκεις πάντοτε εις ανάπαυσιν, τρώγοντας και πίνοντας και περιδιαβάζοντας εις τα λιβάδια, εκτός από ολίγον κόπον που κάμνεις, να βαστάς τον αυθέντην μας από το σπίτι έως το χωράφι, και από το χωράφι πάλιν εις το σπίτι.

Έπειτα αφού συνήλθον ολίγον από τον φόβον μου, και από την λειποθυμίαν διά το νέον συμβεβηκός, με το να μη με έσφιγγε τόσον με τα ποδάρια του, τα οποία παρωμοίαζον ωσάν της Φώκιας, και αφού εκείνο το αχρείον γεροντάκι εκατάλαβε πως εγώ ανέλαβα τα αισθητήριά μου, με εκτύπησε με το ένα του ποδάρι εις τα πλευρά, και με το άλλο εις το στήθος διά να σηκωθώ· και τότε σηκωθείς με εκείνον κολλημμένον εις τες πλάτες, μου έκαμε νεύμα να περάσω το ποταμάκι· και περνώντας εκείθεν, εστοχάσθην να το φέρω σιμά εις τους καρπούς των δένδρων, μήπως αφού ήθελε χορτάσει τρώγοντας, ήθελε με αφήσει.

Εις του Φαλήρου την ακτήν και του θεάτρου τα εδώλια θα εύρη συχνότατα ο παρατηρητής ημών πολυπληθείς οικογενείαςπατέρα, μητέρα, θυγατέρας και υιούς, μικρούς και μεγάλουςπροσέχοντας εις το άσμα της σκηνής ή τρώγοντας παγωτά, ενώ βεβαίως ανεπαρκώς εγευμάτισαν.

Από πού ήρθε, πού γεννήθηκε, πού μεγάλωσε, πού ήτανε κρυμμένος τόσον καιρό, κανένας δεν ήξερε. Λέγανε κάποιοι πως ήτανε φθασμένος από κάποιο απόμερο χωριό, πως είχε περπατήσει μερόνυκτα σε βουνά και σε λαγκάδια, τρώγοντας άγρια χορτάρια και πίνοντας με τις φούχτες του νερό απ' τις ερημικές βρυσούλες.

Εγνωρίσαμεν με άκρον πόνον ετούτην την δυστυχισμένην αλήθειαν επειδή και εστάθη τρία μερόνυκτα πάντα τρώγοντας χωρίς να λάβη παραμικρόν ύπνον, το οποίον μας έρριξεν εις την υστερινήν απελπισίαν διά την κακήν μας κατάστασιν. Και ο καραβοκύρης δεν ήλπιζε ποτέ με τούτο το συμβάν διά να ιδή ποτέ την χώραν Γολκόνδα· οπόταν αιφνιδίως μας εφάνη να ιδούμεν τον αέρα να σκοτεινιάση επάνωθέν μας.