United States or Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είταν πια βράδυ βράδυ σα γύριζε η Ασήμω στο φτωχικό της, όξω κι όξω του χωριού δίπλα σε θολή ρεματιά, — καταδεχάμενος τόπος για γουρουνάκια, για χήνες και για ορνίθια. Την ηύρε τη θεια της και συμμάζωνε τη φτερουγιαστή φαμελιά της, να καταλαγιάσουνε πρι να σκοτεινιάση. Στέκουνταν καταμεσής χωραφιού και τα φώναζε, το κάθε είδος στη γλώσσα του, — τα έρμα της, καθώς τάλεγε.

Αφ' ού ήθελαν ευχηθή αυτά, καθείς από αυτούς διά τον εαυτόν του και διά τους απογόνους του, έπινε και αφιέρωνε την κούπαν εις τον ναόν του θεού, και έπειτα κατεγίνετο εις το φαγητόν και τας άλλας αναγκαίας διατυπώσεις· όταν δε ήθελε σκοτεινιάση και η φωτιά ολόγυρα εις τα θύματα ήθελε σβυσθή, όλοι τους, αφ' ού ήθελαν φορέση μίαν στολήν γαλάζιαν ωραιοτάτην, εκάθιζαν πλησίον εις τα καυμένα απομεινάρια της θυσίας του όρκου, την νύκτα, αφ' ού ήθελαν σβύση παντού μέσα εις τον ναόν κάθε φωτιάν, εδικάζοντο και εδίκαζον, αν κανείς από αυτούς είχε κατηγορίαν εναντίον άλλου ότι παρέβη τον νόμον.

Όχι! δε λυσσιάζω, να μη χαίρουνται. Καλά! Καλά! Βλέπουμε κατόπικαι κατεβαίνω. Κατέβηκα, ναι! Η μόνη ώρα που χάρηκα με τα σωστά μου! Ξάνοιξε η καρδιά μου πρώτη φορά. Ο ήλιος μου πότιζε την ψυχή. Ύστερις ας σκοτεινιάση! Αναγάλλιασα τουλάχιστο μια στιγμή, ησύχασα, γιατί τώρα είμουν πια βέβαιος. Λέλα, Λέλα, με καταστρέφεις, μα, ξέρω γιατί με καταστρέφεις.

Εγνωρίσαμεν με άκρον πόνον ετούτην την δυστυχισμένην αλήθειαν επειδή και εστάθη τρία μερόνυκτα πάντα τρώγοντας χωρίς να λάβη παραμικρόν ύπνον, το οποίον μας έρριξεν εις την υστερινήν απελπισίαν διά την κακήν μας κατάστασιν. Και ο καραβοκύρης δεν ήλπιζε ποτέ με τούτο το συμβάν διά να ιδή ποτέ την χώραν Γολκόνδα· οπόταν αιφνιδίως μας εφάνη να ιδούμεν τον αέρα να σκοτεινιάση επάνωθέν μας.

Η Μιχάλαινα μάλιστα που σταλήθεια τον αγαπούσε σαν αδερφό της, τόσο κατάκαρδα το πήρε, που μήτε στιγμή δεν τον άφινε το Μιχάλη να λείψη από σιμά της. Να του τα λέη και να του τα ξαναλέη, τα γλέντια, τα ξεφαντώματα, τις χάρες και τα γέλοια, την καλοσύνη του και τη χρυσή του καρδιά, και νάρθη λέει ο μαύρος ο χάρος να τα ρημάξη όλα και να τα σκοτεινιάση.