Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025
Τον αντάμωσε το Μιχάλη στο χτήμα μεσημέρι γυρισμένο, τώρα και δυο ώρες. Στάθηκε ομπρός του, αμίλητος πάντα, πάντα ολότρεμος. Τον αγνάντευε κατά πρόσωπο με ματιά κρύα, σουβλερή, ανατριχιάρικη, σα Χάρου ματιά. — Τι έπαθες, 'βρέ Δημήτρη; μπας και δεν είσαι καλά; ρωτάει ο Μιχάλης. — Έλα παραόξω και σου λέω, αποκρίνεται ο Δημήτρης γοργά και μισοπνιγμένα.
Κ' έτρεξα με την ψυχή στο στόμα να το πω του αφέντη μου. — Και ποιος είν' ο φονιάς; Α βαστούσες τουφέκι, θάλεγα πως εσύ είσαι, βρωμόπιστη. Άλλος χριστιανός εδώ απάνω δε φάνηκε σήμερις. — Ο Δημήτρης! Ο Κυρ Δημήτρης! Του Μιχάλη ο αδερφός! — Πήγαινε μέσα να φας. Άιντε, παλιογλωσσού, άιντε! Ανίσως όμως και μου λες ψέματα — — Ψέματα; Να! Και σταυροκοπήθηκε.
Άκουσε ο Πανάγος αμέσως την προσταγή. Έκαμε τρεις φορές το σταυρό του, φίλησε το Βαγγέλιο, κατόπι το χέρι του Ιερέα, και τέλος γυρίζοντας κατά το Μιχάλη ανοίγει τα χέρια του και τον αγκαλιάζει και τονε φιλάει και τονε λούζει με τα δάκριά του, φωνάζοντας πως είνε αθώος, κι' ας το πιστέψουν όσοι πιστεύουνε Χριστό και Βαγγέλιο. Έμειναν οι δυο τους αγκαλιασμένοι και δακριοπερεχυμένοι κάμποση ώρα.
Ώρα είνε και θα περάση, μουρμούριζε ο δύστυχος κ' ησύχαζε. Μετά πολλά πέρασε η άχαρη αυτή ώρα. Έρχεται ο Πανάγος με το τουφέκι στις έντεκα, και φωνάζει από μακριά το Μιχάλη. Ανοίγει η Μιχάλαινα την πόρτα, και καθώς ξεχύμιξε ο Πιστός και τον έγλειφε, του έλεγ' εκείνη πως ο Μιχάλης ξεκίνησε τώρα και μιαν ώρα και τον απαντέχει στο βουνό απάνω.
Παρά όποιος βρωμόγλωσσος τάβγαλε, αυτός ας πηγαίνη κι ας γυρεύη από το Θεό συχώριο. Κ' έκαμε να τον τραβήξη προς τα κάτω μαζί του. — Πιστεύεις δεν πιστεύεις, Μιχάλη, εδώ δεν έχει. Πρέπει να σου ανοίξω τα φυλλοκάρδια μου μπροστά στο Θεό, και να τα δης. Έπειτα δεν είσαι μονάχα εσύ, είνε και ταδέρφια σου, το συγγενολόγι μας όλο.
Τηνε γλυκοφίλησες, λέει, απανωτά, και σέκαμε, λέει, και σκαρφάλωσες μια θεόρατη καστανιά σα νυφίτσα να της κόψης ένα τσαμπί, κ' ύστερα, λέει . . . — Σήκω, σήκω να πάμε σπίτι σου, και σου τα λέω. Δεν αξίζει εδώ. Κοίταξε πως αυτιάζουνται όλοι τους. Σηκώθηκαν οι τρεις τους, κ' ίσια στου Μιχάλη το σπίτι. Η Μιχάλαινα, ό,τι γύρισε κι αυτή από τη λειτουργιά.
Οι παίδες της δευτέρας διαδηλώσεως έκραζον αφ' ετέρου — Ζήτω ο Γεροντιάδης! Ζήτω το τσαρούχι! Ζήτω οι ξυπόλητοι! — Τ' ακούς, βρε Μιχάλη; είπεν είς των αγυιοπαίδων της πρώτης διαδηλώσεως προς τον παραπλεύρως αυτού βαδίζοντα, ομήλικόν του, εμάς το φωνάζουν το ζήτω. — Πώς το ξέρεις; — Δεν ακούς που φωνάζουν, ζήτω οι ξυπόλητοι! — Τότες τι να τους φωνάζουμε κ' εμείς;
Ένας τους όμως, ο πιο δυσκολόπιστος, είπε πως αν είταν εκείνος στου Μιχάλη τη θέση, θα του την έπαιζε του Πανάγου την μπαλλοτέ, κ' ας πάη να λέη ο Ιμάμης. — Όχι δα, μην το λες αυτό, Μουσταφά, δεν είνε πράμα που να το πης, αντισκόβει ο τρίτος ο Τούρκος. Μάλλους λόγους, μήτε οι τρεις οι Τούρκοι δε συφωνούσανε, τι είτανε το σωστό και τι το στραβό.
Η Μιχάλαινα μάλιστα που σταλήθεια τον αγαπούσε σαν αδερφό της, τόσο κατάκαρδα το πήρε, που μήτε στιγμή δεν τον άφινε το Μιχάλη να λείψη από σιμά της. Να του τα λέη και να του τα ξαναλέη, τα γλέντια, τα ξεφαντώματα, τις χάρες και τα γέλοια, την καλοσύνη του και τη χρυσή του καρδιά, και νάρθη λέει ο μαύρος ο χάρος να τα ρημάξη όλα και να τα σκοτεινιάση.
Τα γύριζε όλ' αυτά μες στο νου του ο Δημήτρης, και κάπνιζε αμίλητα το τσιγάρο του. Ήρθε η ώρα του φαγητού, και σαν έγινε και το στερνό στερνό κέρασμα, σηκώθηκαν και τράβηξαν πάλε κατά τα μέρη τους. Του κάκου πολεμήσανε να τον καταφέρουν το Δημήτρη οι άλλοι νάρθη κι αυτός ως του αδερφού του και να πιή ένα ποδαράτο στην υγειά του Μιχάλη και της Μιχάλαινας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν