Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025
Τώρα είνε δεν είνε δέκα. Σέρνω εγώ κι αναβαίνω το βουνό, και πες του, σαν έρθη, να μ' ανταμώση εκεί που πήγαμε τη δευτέρα. Εκείνος ξέρει. — Καλά, Μιχάλη μου, και σαν τι ώρα να βάλω τραπέζι; — Αι, τη συνηθισμένη μας ώρα. Κράτησε ως τόσο μέσα το σκύλο, να τονε φέρη ο Πανάγος. Ανίσως και με χάση ο ένας, να με βρη ο άλλος. Και με το τουφέκι στον ώμο βγαίνει και κλει την πόρτα ο Μιχάλης.
Και να το λες και συ πως είνε κακόβουλες καταλαλιές των εχτρώ μας. — Έννοια σου, αφέντη. Και δρόμο ο Μανώλης, τρομαγμένος με την όψη του κυρ Δημήτρη. Δεν έμεινε τότες μήτε ο Δημήτρης ανάπραγος· παρά μια και δυο και τρέχει να βρη τον αδερφό του το Μιχάλη. Έβραζε μέσα του πηγαίνοντας. Έβραζε μέσα του όχι έτσι σαν αδερφός, μα σα να είταν ο ίδιος ο Μιχάλης και ζούλευε.
— Τι άκουσες; — Να πως η Ασήμω της θεια Πασκαλιάς λέει. . . Κάμνει αμέσως το σταυρό του περίλυπα χαμογελώντας ο Πανάγος, και, — Να μην το πη κανείς πως έχει και τίποτις από τον κόσμο κρυφό, απολογιέται του αξαδέρφου του τού Μιχάλη. Μα στάσου δα, βλογημένε, να προλάβω και να σε ρωτήξω τη γνώμη σου πρώτα.
Άλλος ήθελε τον Πανάγο «μπαλλοτεμένο», άλλος το Μιχάλη, τη Μιχάλαινα τρίτος, τέταρτος και τους τρεις, πέμτος κ' έχτος μόνο τους δυο, έβδομος κανένανε, και τέλος ακούσαντας μερικοί και για του Δημήτρη τη μάνητα, λέγανε πως εκείνος τη χρειάζουνταν τη παίδεψη, που δεν τους άφινε τους Χριστιανούς στην ησυχία τους, τώρα που είχαν και την ευκή του Παπά, παρά γύρευε να βγάλη νόμους δικούς του.
Το πολύ θα περάσουμε άλλη μιαν άτιμη μέρα. — Ως τη νύχτα θα το ξέρουμε. Ή ζωή ή θάνατος. Και παίρνει δρόμο ο Μιχάλης, αφίνοντας πίσωθε το Δημήτρη. Είτανε να τονε λυπάσαι το χρυσόκαρδο το Μιχάλη.
— Αμέ και τι να μην πάθω, κακόμοιρη, που έρχεται και μου λέει ο γέρο — Σταμάτης μου, ό,τι ανέβηκε από του Φώτη το καπελιό, πως είνε λέει όλα ψέματα, και δεν τόχει σκοπό ο αφέντης μας ο Πανάγος, μήτε το είχε ποτές του. Ο Θεός να με βγάλη ψεύτρα, μα τάκουσε από μέρος που δεν έχει να πης, από τον αξάδερφό του τον κυρ Μιχάλη λέει τάκουσε.
Βρέθηκε ο Μανώλης, ο πιστός ο δουλευτής του Δημήτρη, του αψή, του πεισματάρη κι ανάποδου, του χολερικού αδερφού του Μιχάλη.
Γεμάτο τόρα το φεγγάρι έχυνε τους ασημένιους ποταμούς του μες το πέλαγο. Εσπίθιζε μπρος την πλώρη της καμαρωτής βαρκούλας μας, χαριτωμένα έπαιζε μες τα αργυρά ταβλάκια που άφινε πίσω η πρύμη μας. Εφώτιζε, εστεφάνωνε ταιριαστά και τα ψαρά μαλιά ταχτένιστα, τα μαδημένα γένια του Καπτάν- Μιχάλη μας, που ανεμίζονταν στης νύχτας την ανάλαφρη φρεσκάδα.
Ξαφνίστηκε η Ασήμω. Θάρρεψε πως την έννοιωσαν, στοχάστηκε πως κι α δεν την καλοννοιώσανε δε θαργήσουν, πως σήμερ' αύριο κάποια μπορεί να προβάλη και να την καταδώση ή του Δημήτρη ή του Μιχάλη πως αυτή την πρωτόβγαλε τη θανάσιμη την καταλαλιά, αποφασίζει λοιπόν αμέσως, πρι ναπολύση η νεκρώσιμη η ακολουθία, να σύρη κατά το τουρκοχώρι και να σοφιστή τρόπο να τα ψήση μαζί με τους Τούρκους.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν