United States or Sweden ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τέτοιον καιρό είχαμε ως τον Καβομαλιά· με τέτοιον καιρό επεράσαμε τον ΚαβομαλιάΣωστό ημερολόγιο. Ο καπετάν Δρακόσπιλος τα μάτια του τέσσερα. Το είχεν απόφασι. Ή να γυρίση πίσω το καράβι στον κύρη του ή να μη γυρίση ούτε αυτός. Απόφασι και μαζί πείσμα. Πείσμα ν' αλλάξη την τύχη του. Αρκετά τον επαίδεψε, τον εντρόπιασε, τον έδεσε στο μαρτύριο. Τόρα θα την παιδέψη, θα την ντροπιάση κ' εκείνος.

Κάτι που καταντούσε στιγμή με τη στιγμή από υπνοφαντασιά στοχασμός, κι από στοχασμός μελετημένη απόφαση. Να τον παιδέψη με τρόπο χίλιες φορές πιο σκληρότερο από 'να παλιολίθαρο· να του κρυφοχύση στα σπλάχνα του αρρώστια αγιάτρευτη, στρίγλα να γίνη και να γεμίση το σπιτικό του ρήμαξη και θανατικό, κι όχι με δυσκολόβρητα βότανα και μαμούνια, παρά με μόνο το φοβερό φαρμάκι της γλώσσας της.

Πρέπει, γι' ακόμη μεγαλύτερη ντροπή, εγώ να σας το πω; Ο κύριος μου πιστεύει ότι σας αγαπώ με ένοχο έρωτα. Ο Θεός το ξέρει μολαταύτα, κι' αν λέω ψέμματα, ας παιδέψη το κορμί μου, ποτέ δεν έδωσα την αγάπη μου σε κανέναν άνθρωπο εκτός σ' εκείνον που πρώτος με πήρε παρθένα στα χέρια του.

Κι απάνω στην άψη τους πηγαίνουν και γκρεμίζουν τους αδριάντες του Βασιλέα, καθώς και της Βασίλισσας της Φλασσίλας και τω δυο Βασιλόπουλων Αρκαδίου κι Ονωρίου, τους κομματιάζουν, και σέρνουν τα κομμάτια στους δρόμους. Γλήγορα καταπονέθηκαν όμως. Και σε τέτοια περίσταση έπρεπε φυσικά ο Θεοδόσιος να πη των ανθρώπων του να βρουν τους φταιξιάρηδες και να τους παιδέψη.

Άξαφνα όμως υποψιάζεται πάλε τον Ίλλο ο Αυτοκράτορας, θυμώνει ο Ίλλος, και γίνετ' ένα με το Λεόντιο. Για να τον παιδέψη τότες ο Ζήνωνας, πουλεί τα υπάρχοντά του και τα μοιράζει στους αγαπημένους του Ισαύρους. Πηγαίνουν ύστερα κι ο Ίλλος και ο Λεόντιος και φιλιώνουνται με τη φυλακισμένη τη Βερίνα. Βγαίνει η Βερίνα από τη φυλακή, και στεφανώνει Αυτοκράτορα το Λεόντιο!

Τούρθε μάλιστα να ξεκινήση και να παιδέψη τους φονιάδες. Οι καιροί όμως είτανε δύστροποι. Είχε μεγάλους περισπασμούς η Ανατολή. Κ' έτσι κάμνοντας την ανάγκη φιλοτιμία αναγνωρίζει το Μάξιμο, κλει μαζί του συνθήκες, και γυρίζει το νου του στα δικά μας τα βάσανα. Και ποια να είταν τώρα τα βάσανά μας; Ο Αρειανισμός, και πάλε ο Αρειανισμός, που κάστρο του και στρατόπεδο είταν η ίδια η Πρωτεύουσα.

Άλλος ήθελε τον Πανάγο «μπαλλοτεμένο», άλλος το Μιχάλη, τη Μιχάλαινα τρίτος, τέταρτος και τους τρεις, πέμτος κ' έχτος μόνο τους δυο, έβδομος κανένανε, και τέλος ακούσαντας μερικοί και για του Δημήτρη τη μάνητα, λέγανε πως εκείνος τη χρειάζουνταν τη παίδεψη, που δεν τους άφινε τους Χριστιανούς στην ησυχία τους, τώρα που είχαν και την ευκή του Παπά, παρά γύρευε να βγάλη νόμους δικούς του.

Γιατί τους αφίνουμε τους Τούρκους και τα κάμνουν αυτά; Πώς δε λέμε του Δεσπότη να τους παιδέψη; Και σαν τουρκέψουν, τι γίνουνται τα παιδιά; Κ' η μακαρίτισσα μου τα ξηγούσε όλα με υπομονή, πως αυτοί είναι πιώτεροι από μας, πως είνε αφεντάδες αυτοί, πως εμείς άλλο φίλο δεν έχουμε παρά το Θεό, κι ο Θεός θα μας γλυτώση μια μέρα από τους Τούρκους, καθώς μας γλύτωσε από το θανατικό πρόπερσι.

Ένα μήνυμα του βουλευτή, και μεταθέτεται ο δικαστής που μελετούσε να τον παιδέψη. Κ' έρχεται άλλος δικαστής που για του βουλευτή το χατίρι και νεκρό ζωντάνευε, όχι, λέει, ζωντανό να κρεμάση. Κ' έτσι γλύτωσε ο κουμπάρος, το στήριγμα αυτό της πατρίδας, που μας στέλνει σοφούς βουλευτάδες στην πολυφώτιστη την Αθήνα. Μα τι τούτος, τι εκείνος, και τι ο άλλος!

Κάτσε το λοιπόν! ξαναείπε. Μας αφήκανε μοναχούς. «Λόγο δεν του παίρνει κανένας, μου είχε πει στην πόρτα ο αστυνόμος. Έφταιξε, λέει, και ας τον παιδέψη ο Νόμος. Τίποτ' άλλο. Σα θέλης κάτσε και μοναχός σου να τονέ ρωτήσης». Ο αστυνόμος είχε την ιδέα πως τρελλάθηκε. Αλλοιώς δεν εξηγιέται το πράμμα. Σαν κάθησα σιμά του γύρισα και τον κύτταξα από πάνω ως κάτω.