United States or Belgium ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τότες πια λέω του γαμπρού και σου φτιάνει και σένα φουστάνι, που πας να μείνης . . . — Έλα στο νου σου, κορίτσι μου! Σαββάτο βράδυ κιόλας. Και σταυροκοπιέται. — Δε σ' απογελώ, κ' έννοια σου. Λωλή δεν είμαι. Το είπα, το ξανάειπα, πως θα γίνη, κ' έγινε. Και μ' αρχοντόπουλο, όχι παίξε γέλασε. Τον Πανάγο, θεια, τον Πανάγο!

Όμορφη βραδινή, και το φεγγάρι μισόγεμο. — Αμέ, και γιατί όχι; αποκρίνεται ο Πανάγος με το στοχαζούμενό του χαμόγελο, και καμώνοντας πως ξύνει το κεφάλι του κατά το δεξί του αυτί, έτσι από λεβεντιά. Από του Πανάγου τα δένδρα ίσια σπίτι του ο Μιχάλης. Έμπαινε σα φταιξιάρης, δέκα ώρες απάνω κάτω. Λέει της ΒασιλικήςΒασίλω, απόψε πάω στους λαγούς με τον Πανάγο μαζί. Του είπα νάρθη εδώ στις έντεκα.

— Ε! Πανάγο, γείτονα, δεν ξέρουμε, βλέπω, τι λέμε... Πού είμαστε ημείς ικανοί να τα καταλάβουμε αυτά!... Άλλο το γενικό, και άλλο το μερικό και το τοπικό, Πανάγο. Η βαρυχειμωνιά γίνεται για καλό, και για την ευφορίαν της γης, και για την υγείαν ακόμα.

Αυτό σα να τον ξύπνησε τον Πανάγο. Σα να συνέφερε μια στιγμή. Μα ό,τι έκαμε να συμμαζευτή, να κι αρχίζει ο σκύλος, που χοροπηδούσε ως την ώρα τριγύρω τους, και γλείφει τάλλο της το χεράκι, που κράταγε το τσαμπί· λες κ' ήρθαν όλα και τη βοηθήσανε την Ασήμω. Δεν έσωνε πια του Πανάγου η γνώση να τα χαλάση τα μάγια της. Θέλοντας μη θέλοντας άπλωσε κ' έβαλε τα δυο του χέρια γύρω στο μαλακό της λαιμό.

Και ποιος τον ξεπερνούσε τον Πανάγο στην αρχοντιά και στη λεβεντιά; Καμώνουνταν τον κουτό ο γνωστικός ο Πανάγος, είνε αλήθεια. Μα δεν μπορούσε και να μην τα βλέπη, να μην τα νοιώθη. Κ' έτσι ήρθε ώρα και πλημμύρισαν την καρδιά του, και ξεχείλισαν, κ' έπνιξαν το λογισμό του οι μελετημένες εκείνες οι μαριολιές της.

Ο Πανάγος ωνόμαζε τέσσαρας απεχούσας αλλήλων κορυφάς της νήσου. Ο πάπα-Φραγκούλης επανέλαβεν ερωτηματικώς·Κι απ' τη θάλασσα, μάστρο-Πανάγο; — Απ' τη θάλασσα, παπά, τα ίδια και χειρότερα. Γραιολεβάντες δυνατός, φουρτούνα, κιαμέτ. Όλο και φρεσκάρει. Ξίδι μοναχό. Πού μπορείς να ξεμυτίσης έξ' απ' το λιμάνι κατά τ' Ασπρόνησο! — Από Σοφράν, το ξέρω, Πανάγο, μα από Σταβέτ;

Και με το δίκιο της η κακόμοιρη, που την καταχώνιασε κι αυτήν ο απόνετος ο κόσμος μες στην καταβόθρα της ατιμίας, μαζί με τόσες και τόσες άλλες, δίχως να φταίγη, δίχως μήτε να τονειρεύεται! Είτανε να τονε λυπάσαα τον κακότυχο το Μιχάλη. Πήγε κι αντάμωσε πρώτα τον Πανάγο στα δέντρα του. Του λέει να περάση στις έντεκα ώρες το βράδυ από το σπίτι του και να βγούνε στους λαγούς.

Σαν κατέβηκαν οι άντρες στο καφενείο να πιουν τον καφέ τους, ήρθε δεν ήρθε ο Πανάγος με το μικρό του αδερφό το Γιάνη, και τραβάει το σκαμνί του κοντά τους ένας λεβέντης κάτι πιο μεγαλήτερος από τον Πανάγο, το ίδιο το σουσούμι απάνω κάτω, μα σαν πιο ξανθουλός, πιο ανοιχτόκαρδος, πιο γελαζούμενος· ίσως και λιγάκι πιο παχουλός. — Είνε αλήθεια αυτά που ακούγω; σκύβει και κρυφορωτάει τον Πανάγο.

Άλλος ήθελε τον Πανάγο «μπαλλοτεμένο», άλλος το Μιχάλη, τη Μιχάλαινα τρίτος, τέταρτος και τους τρεις, πέμτος κ' έχτος μόνο τους δυο, έβδομος κανένανε, και τέλος ακούσαντας μερικοί και για του Δημήτρη τη μάνητα, λέγανε πως εκείνος τη χρειάζουνταν τη παίδεψη, που δεν τους άφινε τους Χριστιανούς στην ησυχία τους, τώρα που είχαν και την ευκή του Παπά, παρά γύρευε να βγάλη νόμους δικούς του.

Του τα είπε αυτά σιγανά κι αποφασισμένα. — Μα αν είτανε να κάμω τέτοιο πράμα, θα πρωτοάρχιζα από τη γυναίκα μου. Άμε στο καλό, βλογημένε, δεν είνε πράματα, σου λέω. Δεν την ξέρεις τη Βασιλική, τέλειωσε. Μήτε τον Πανάγο δεν τον ξέρεις. Και γύρισε το στενοχωρημένο του πρόσωπο κατά την άλλη μεριά. — Εγώ δεν τους ξέρω; απολογιέται ο Δημήτρης τραβώντας τον αδερφό του από το μανίκι.