United States or Morocco ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μια χρονιά που δεν ημπόρεσε να εξέλθη προς φύλαξίν της, την έκαμαν «παραστόλιο» την εύσκιον καρυδέαν, «που της ήλθε της γραίας να την κόψη με το τσεκούρι». — Μήπως απόχτησε ποτέ τ' δήμαρχο αυτό το χωριό; έλεγε παραπονουμένη. Και είχε τόσα καλά να προφυλάξη ακόμη η γραία. Φύσει αγαπώσα την γεωργίαν ως είδομεν, είχε μεταβάλει τον αμπελώνα της εις αληθή κήπον. «Περιβολάκι» τον ωνόμαζε.

Αυτή μόνον εδέχετο προθύμως τους πατρικούς χαλινούς, ενώ τα άλλα τέκνα δεν ήρχοντο ποτέ πλησίον του πατρός των, και διά τούτο εκείνος την ωνόμαζε «το ευάγωγο». Καθημερινώς έτρεχε να τον εύρη, και δεν έπαυε να τον παρακαλή·Έλα, πατέρα, στο σπίτι· μη μας αφήσης, λέγ' η μητέρα, ζωνταρφανά.

Η μάννα του, επειδή τον είχε μονογενή, συχνά έταζε και παρεκάλει τους Αγίους «να τον κάμουν καλά». Πλην φαίνεται ότι αυτός ήτο αρκετά καλά, σχεδόν καλύτερα από πλείστους άλλους, και οι Άγιοι δεν έκρινον ότι εσύμφερε να του δώσουν εκείνο το οποίον η μάννα του ωνόμαζε «την υγειά του», δηλ. την ελευθερίαν να κακουργή εν γνώσει. Η ψαλμωδία εξηκολούθει δι' όλης της νυκτός.

Πάντοτε όμως το πρωινόν λουτρόν και μία καλή εντριβή επετάχυνον την νωθράν κυκλοφορίαν του αίματός του και ανεζωογόνουν τας δυνάμεις του τόσον πολύ, ώστε εξήρχετο από τον λουτρώνα ως ανανεωμένος με λάμποντας οφθαλμούς και τόσον γοητευτικός, ώστε ούτε αυτός ο Όθων θα ηδύνατο να συγκριθή με αυτόν. Όλη η Ρώμη τον ωνόμαζε «βασιλέα της κομψότητος».

Μετά κάμποσα έτη ακαταπόνητου εργασίας ο Αντωνέλλος κατεβλήθη και ηναγκάσθη ν' αφήση το πλοίον. Με πολύν κόπον απεχωρίσθη, από το «αγαπητό του πλεούμενο» καθώς τ' ωνόμαζε, από την θαλασσινήν του Μπέλλαν διά ν' αφοσιωθή εξ ολοκλήρου εις την αδελφήν, την Μπέλλαν του της ξηράς. Διά να μην κάθηται δε, έγεινε κηπουρός.

Ημέραν τινά τόσον ο Μαρτελάος οργισμένος ήτο, ώστε επιστρέφων ο λόγιος Δημήτριος κόμης Κουμούτος της εξοχής επ' όνου, τον σταματά, γονυπετεί προ αυτού, και, συναθρισθέντος του λαού, εξεφώνησε πανηγυρικόν του όνου, εν επιμέτρω δε, είπεν ότι το υπομονητικόν εκείνο ζώον υπέφερε και το βάρος των αρχόντων, εχθρών της άνθρωπότητος, ως τους ωνόμαζε.

Είχε ζήσει εις τα ήμερα βουνά τα εγγύς της πολίχνης, όπου ο παράσιτος νεωτερισμός ακόμη δεν είχε ποδάρια διά ν' αναρριχηθή, ωνόμαζε το πιάτο, &πινάκι&, την σουπιέρα, &λοπάδα&, το μπαρμπούνι, &τριγλί&, το τσεκούρι, &αξινάρι&. την πουλάδα, &νοσσίδα&, και την κουμπάρα, εις την οποίαν ωμίλει, την προσηγόρευε «συντέκνισσα». Πλην τούτων, είχεν άλλας τινάς αφελείς λεπτότητας και ευφημισμούς εις την γλώσσαν, και τον τοκετόν απεκάλει «σπαργάνισμα».

Έλαβε και την μικράν της γραίας βασταγήν, και ένα ορμαθόν κουλλουρίων, τα οποία είχε ψωνίσει διά τους εγγονούς της τους μικρούς, δύο φαγάδες και χονδρομπαλάδες, ως τους ωνόμαζε, και επέστρεψεν εις τον οίκον κελαϊδούσα: — Να σου ψήσω καφέ, θεια-Αννούσα, για τα συγχαρίκια.

Αλλ' η μάνα της, μυρισθείσα το πράγμα, και φοβουμένη μήπως αυτή, η μικρή Στριγλίτσα, καθώς ωνόμαζε συνήθως την κόρην της, του σηκώση τα μυαλά του γαμβρού, ώστε να πονηρέψη ούτος να ζητή προικιά περισσότερα, εξήσκησε τυραννικήν επιτήρισιν επί της κόρης και του αρραβωνιαστικού, μη επιτρέπουσα την ελαχίστην ιδιαιτέραν συνομιλίαν μεταξύ των δύο.

Ο σκοπός ήτο κυρίως να συλλαμβάνωσιν ωραίας νεανίδας, τας οποίας να αναγκάζωσι κατόπιν να πηδώσιν επί χλαμύδος στρατιώτου μέχρι λιποθυμίας. Ο Νέρων ωνόμαζε τας εκδρομάς ταύτας «η αλιεία των μαργαριτών», διότι συνέβαινε να αλιεύωσιν αληθή τινα μαργαρίτην χάριτος και νεότητος.