United States or San Marino ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ο ιερεύς έλεγε μέσα του την Παράκλησιν όλην, από το «Πολλοίς συνεχόμενος» έως το «Πάντων προστατεύεις». Κι' ο μπάρμπα-Στεφανής εστενοχωρείτο μη δυνάμενος επί παρουσία του παπά να εκχύση ελευθέρως τας αφελείς βλασφημίας του, τας οποίας εμάσσα κ' έπνιγε μέσα του υποτονθυρίζων: «Σκύλιασε ο διαολόκαιρος, λύσσαξε! Θα σκάσης, αντίχριστε, Τούρκο!

Το χαρτοπαικτικόν τούτο αξίωμα σκοπόν κυρίως έχει να πείση τους αφελείς ότι δεν πρέπει να μιλούν όταν τους κλέπτουν εις τα χαρτιά· αλλ' είνε περισσότερον βέβαιον ότι των ανθρώπων η φύσις φαίνεται εις τον πόλεμον. Εν καιρώ πολέμου προ πάντων αποδεικνύεται πόσον η ανθρωπότης απεμακρύνθη ολίγον από την αγρίαν καταγωγήν της.

Διότι είναι πολύ μεγάλον, απήντησεν ο Θωμάς· το ήμισυ θέλει είσθαι αρκετόν διά τον πάππον μου· το δε άλλο ήμισυ ίσως χρειασθής συ, πάτερ, όταν και συ γηράσης, και εγώ σε διώξω τότε εκ της οικίας μου, καθώς συ διώκεις σήμερον τον γέροντα πατέρα σου. Οι αφελείς ούτοι λόγοι βαθυτάτην εντύπωσιν επροξένησαν εις τον αχάριστον και σκληροκάρδιον υιόν.

Αι αφελείς γειτόνισσαι, αίτινες δεν είχαν ποτέ απομακρυνθή από το χωριό, ήκουσαν με απορίαν την Ζερβούδαιναν να φωνάζη την θυγατέρα της «Μαργή». Η δε χήρα εξήγησεν ότι στη χώρα δε λένε Μαρούλι, αλλά Μαργή· και ότι η κόρη της δεν ήθελε πλέον να της λένε αυτό το χωριάτικο όνομα.

Ο καπετάν-Φαφάνας ηξεύρων ότι ο Γιάννης ο Μπύρρος, το έχει τάξιμον ν' αγρυπνή πάντοτε την νύκτα της Παραμονής, όταν ετύχαινε εις ταξείδι, διασκεδάζων με το πλήρωμα, εσήκωσεν ενωρίς τα δίκτυά του, έλαβε την άγραν, και ρίψας πάλιν αυτά εις άλλο μέρος του λιμένος να τα σηκώση την αύριον, ανήλθεν επί του μπάρκου, να χαιρετίση τους συμπολίτας του, και να ιλαρύνη την μελαγχολίαν του με τας αφελείς των ναυτών διαλέξεις, και με κανένα Χριστουγεννιάτικον ζωμόν την αυγήν.

Ένας σκαπανέας με τα μαλλιά του «σεϋμούρ» και έν' άλλο «παιδί», πολίτης, με το παλτό ριχμένο στην πλάτη και τη σταχτιά ρεμπούπλικα με τα δυο δάχτυλα -θλίψη στο κεφάλι πίσω, να παίρνη αέρα η αφέλεια, καθόντουσαν κοντά του στο μακρύ τον μπάγκο μπρος το τραπέζι, με τόνα χέρι στο ποτήρι, και λέγανε με σεκλέτι και μεράκι, κυττάζοντας ο ένας τον άλλονε στο στόμα: «. . . που είναι άσπρη και-αι παχειάαα !. . .» «Άιντε ρε και το σκότωσες!», είπε, καμμιά φορά, κόβοντας το βλαμάκη του, ο πιο τεχνίτης. . . Και μέσ' από το βόμβο που έκαναν τα τραγούδια κ’ οι κουβέντες, με τις γροθιές χτυπητές στα τραπέζια, και τα καπάκια των τεντζερέδων και τα μαχαιροπήρουνα, που τα ρίχνανε σωρό μες το θερμό, και το ψωμομάχαιρο πούκοβε τα πεντάρικα και τα δεκάρικα ψωμιά και τα μισοκάρβελα απάνω στη σανίδα, και των μουστερήδων οι παραγγελίες κ' οι φωνές των σερβιτόρων που ξεφώνιζαν απ’ την άλλη άκρη τη «μια στιφάδοκαι τη «μια πατάτες γιαχνίκαι το «ένα κουνουπίδικαι «οι μαρίδες να γίνη ζωμόνκαι «πιάσε μία κούπα αποσταμένο», καθώς τόθελαν οι παλαιοί οι μερακλήδες, και τις «μισές» και τις «οκάδες» για τους κρασοπατέρες, ξεχώριζε κάθε λίγο, σαν του κόκκορα ο ψαλμός μέσ' απ’ τη χλαλοή του κοτετσίου, το διάτορο και καμπανιστό λιανοτράγουδο του κάπελα : «Πω-πω-πω ! μωρ' τ’ είν' ετούτη ! Βάζει δόντια του φαφούτη!. . .» Τι απλή που φαινόταν η ζωή, τι ζεστή και τι γλυκειά ανάμεσα σ' αυτούς τους αφελείς ανθρώπους ! Δεν ήπιατε ποτέ σας γάλα απ’ το βυζί της αγελάδας; Δεν ήπιατε ποτέ σας νερό απ' τη δασοκρήνη που σιγοκελαϊδεί μέσα στα πολυτρίχια ; Δεν καθήσατε στο ησκιερό κατώφλι, αποσταμένοι απ’ την ανηφοριά του δρόμου ; Κάτω απ'τον πεύκο δεν εγείρατε τον αγαθό, που απλώνει τα γέρικα του κλώνια με τις τρεμοβελόνες, τις ηλιοστάλαγες κι ανεμοτραγουδίστρες να σας περισκεπάση απ' το κακό του Κόσμου; Έτσι αισθάνεται όποιος περνάει απ’της ζωής αυτής το μονοπάτι.

Είναι εξοικειωμένα μ' εμένα· μου διηγούνται χίλια δυο, και μάλιστα τέρπομαι εις τα πάθη των και τας αφελείς εκρήξεις της ζηλοτυπίας των, όταν και άλλα παιδιά συναθροίζωνται από το χωριό. Πολύν κόπον εδοκίμασα ν' απαλλάξω την μητέρα των του φόβου, που είχε, μήπως τα παιδιά ενοχλήσουν τον κύριον. 30 Μαΐου.

Και οι Βουνιχωρίται χωρικοί, αφελείς και αθώοι άνθρωποι, δεν ηδυνήθησαν ν' αντιστώσιν εις τον πειρασμόν κ' επί τέλους εγέλασαν ασυνειδήτως και αυτοί προ της συγκρίσεως την οποίαν ήθελε να κάμη ο γέρων. Ούτος όμως παρωξύνθη ακόμη περισσότερον διά τούτο.

Αλλ' ενώ οι αφελείς σύντροφοί του έμενον κατάπληκτοι, νομίζοντες ότι το μυστηριώδες θηρίον τον κατέπιε, τον είδον με θαυμασμόν αναδυόμενον και έπειτα κινούντα τα άκρα, όπως τα ψάρια κινούν τα πτερύγιά των, και επανερχόμενον εις την ακτήν συγκεκινημένον, αλλά και χαίροντα διά την απροσδόκητον σωτηρίαν του και την νίκην του κατά του φοβερού στοιχείου.

Σήμερον όμως δεν πιστεύομεν να έχη κανείς εκ των μονομαχούντων τοιαύτας αφελείς πεποιθήσεις, ενώ έχουν την ουχ ήττον αφελή ιδέαν ότι η μονομαχία εξαλείφει προσβολάς, τας οποίας δεν δύνανται να εξαλείψουν τα δικαστήρια.