Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025
Κάνω έτσι τα πόδια μου· πέφτω απάνω σ' ένα κορμί. — Βρε κόφ' το κούτσουρο! κλωτσάω. Το κούτσουρο ήταν ο καπετάν Δρακόσπιλος. Καθισμένος στο λιθάρι δεν έβγαζε μιλιά μόνον εκύταζε κάτω τη σκοτεινή θάλασσα που έσερνε συντρίμμια στα πόδια του τα λείψανα του μπάρκου. — Τι κάνεις εδώ, καπετάνιε; του λέγω. Σήκω και πλακώνει το σκοτάδι. Eδώ θα μας θάψη το χιόνι. Γυρίζει και μου ρίχνει αγριεμένο βλέμμα.
Και όταν εις τας στιγμάς εκείνας τας μεγαλοπρεπείς εσήμαινεν η καμπανίτσα του υπό του ανέμου κινουμένη, θαρρείς κ' εκρούετο ο κώδων μπάρκου κλυδωνιζομένου, αναγγέλλων τον κίνδυνον. Ήδη αληθινοί θρήνοι έφθανον εκ του λιμένος επάνω εις τον βράχον του ναΐσκου.
Το μπαρκομπέστια εστέναξε βαθειά, εβούτησε με την πλώρη, έγειρε στο δεξί πλευρό, ανατινάχτηκε με μία, ώστε που άνοιξε πλατειά η θάλασσα και το έκλεισε αφροκοπώντας στην αγκαλιά της. Μα ιδές τι Θεού συνεργεία! Το μπαρκοπέστια κατεβαίνοντας εσυνεπήρε μαζί το μπαστούνι του μπάρκου με όλα τα σχοινιά και τους φλόκους και τα σίδερα.
Ουδέν δ' άλλο κατώρθωσεν ο καπετάν-Φώκας με την ματαίαν εκείνην κ' επικίνδυνον επιμονήν του, ή ν' απολέση και της αμπάσαις-γάμπιαις του μπάρκου του, όπερ μόλις ημπόρεσε με τα φλέσια μόνον και τον μέσα φλόκον να εισπλεύση και αγκυροβολήση εις της Τρεις Μπούκαις, θαλασσοδαρμένον, θαλασσοπνιγμένον, ξυλάρμενον.
Ιδού αστράπτει ο μαΐστρος κ' εκρήγνυται αποτόμως χιονώδης θύελλα, σκοτεινόν προβέντσο — χιονιά και κακό — θάλασσα κιαμέτι — Ωρύετο δε ο καπετάν-Φώκας, προσπαθών προς βορράν να θέτη πάντοτε την πρώραν του μπάρκου, μη διακρίνων ουδέ το δάκτυλόν του εκ της επελθούσης εν ημέρα πυκνής σκοτίας. Αλλ' η θύελλα ήτο απροσμάχητος κ' έστρεφε προς νότον το σκάφος.
Ένα θεόρατο μπάρκο με τα πανιά του τρίγγου και της αμπασογάμπιας ήταν κολλημένο μάσκα με μάσκα στο δικό μας. Ήταν εκείνο που είδα μια στιγμή το μεσημέρι και το έχασα πάλι. Τραβέρσο εμείς τραβέρσο εκείνο ετρακάραμε στη βόλτα. Εκεί ν' ακούσης φωνές και κακό! Ο καπετάνιος του μπάρκου έβριζε τον δικό μας και τον έλεγε τσοπάνο· ο δικός μας έβριζε και τον έλεγε παπλωματά!
Μα η θάλασσα έδειξε τη δικαιοσύνη της!...» Ο Μπάρμπα — Καληώρας εσιώπησε τέλος. Αλλά το πλήρωμα έμεινεν εκεί άφωνο για πολλή ώρα. Δεν εσυλλογιζόταν κανείς τον κίνδυνο του Σπετσιώτικου μπάρκου, ούτε το φριχτό δράμα της Μαύρης θάλασσας και τη λύσσα των στοιχείων, ούτε τις παληκαριές κ' αισθηματολογίες του γεροναυτικού. Ποιος ολίγο ποιος πολύ τα έχουν όλοι περάσει, όλοι τα έχουν αισθανθή.
Ως σιδηραί δε αι χείρες του ναύτου, αποτυχούσαι, εκρότησαν επί του χονδρού ξυλίνου παραπέτου του μπάρκου.
Ο καπετάν-Φαφάνας ηξεύρων ότι ο Γιάννης ο Μπύρρος, το έχει τάξιμον ν' αγρυπνή πάντοτε την νύκτα της Παραμονής, όταν ετύχαινε εις ταξείδι, διασκεδάζων με το πλήρωμα, εσήκωσεν ενωρίς τα δίκτυά του, έλαβε την άγραν, και ρίψας πάλιν αυτά εις άλλο μέρος του λιμένος να τα σηκώση την αύριον, ανήλθεν επί του μπάρκου, να χαιρετίση τους συμπολίτας του, και να ιλαρύνη την μελαγχολίαν του με τας αφελείς των ναυτών διαλέξεις, και με κανένα Χριστουγεννιάτικον ζωμόν την αυγήν.
Γιατί και του μπάρκου η μάσκα ήταν φαγωμένη· αλλά το άνοιγμα ψηλότερο τόρα έπαιρνε λιγώτερο νερό. Ως τόσο ηύραμε τις τρόμπες και αρχίσαμε το τρομπάρισμα. Εξημέρωσε τέλος ο θεός την ημέρα. Μα τι ημέρα; Ουρανός και θάλασσα είχαν μία θολωμάρα που έσφιγγε την καρδιά. Πλέον συχαμένη αυγή δεν θυμούμαι ν' απάντησα στη ζωή μου!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν