United States or Gambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ουδέν δ' άλλο κατώρθωσεν ο καπετάν-Φώκας με την ματαίαν εκείνην κ' επικίνδυνον επιμονήν του, ή ν' απολέση και της αμπάσαις-γάμπιαις του μπάρκου του, όπερ μόλις ημπόρεσε με τα φλέσια μόνον και τον μέσα φλόκον να εισπλεύση και αγκυροβολήση εις της Τρεις Μπούκαις, θαλασσοδαρμένον, θαλασσοπνιγμένον, ξυλάρμενον.

Την εξεχιόνισε καλά, έστησε τον ιστόν, εδοκίμασε το ιστίον, τους τροπωτήρας, προσέδεσε τον φλόκον, έβγαλε τα νερά, κ' έβλεπε προς την ακτήν, κάποιον αναμένων. Έβλεπεν όμως υπόπτως και τον ουρανόν και τα κατέναντι βουνά. — Τα κατέβασε πάλιν τα μούτρα της η Ζαγορά! εψιθύρισεν, ιδών κατάμαυρον το Πήλιον. Και κατελήφθη αίφνης υπό συνεχών χασμημάτων, και ήρχισε να συλλογίζηται.

Εγώ να περιφρονήσω ποτέ μου ναύλον; έλεγε πάντοτε ο κυβερνήτης της «Γαλανομμάτας». Την τρικυμίαν μάλιστα, την περιφρονώ πάντοτε. Μετ' ολίγον λοιπόν η γερή σκαμπαβία έκαμε το πανάκι της και απήρε, κατευθυνομένη προς δυσμάς. Ο Μανώλης χασμηθείς το τελευταίον ισχυρόν χάσμημά του, έπιασε το τιμόνι και διέταξε τον πάτερ-Γαλακτίωνα να μένη εις την πρώραν, προσέχων τον φλόκον.

Αλλ' η σκαμπαβία σθεναρώς έπλεε, φέρουσα τας τροφάς διά το Μετόχιον, τον οικονόμον πάτερ Γαλακτίωνα, καθήμενον έμφοβον παρά τον φλόκον, με ανεμιζόμενα τα κόκκινα τα γένεια του, και τον κυρ Μέντιον, τον αδάμαστον όνον, ησυχάζοντα εν τη κοιλία του πλοιαρίου, κτυπώντα δε κάποτε τα ώτα του, οσάκις ησθάνετο το χιονόνερον, παγωμένον, προσβάλλον αυτά. — Δεν είδα ησυχώτερον επιβάτην από τον κυρ-Μέντιον.

Να καθήση δηλαδή εις το κύτος της λέμβου, παρά τον ιστόν, να προσδέση την σκότταν και τον οίακα διά διπλών σχοινίων και να χειρίζεται αόρατος από του κύτους, φλόκον, ιστίον και πηδάλιον με μίαν χεργιάν. Ενίοτε μάλιστα ενησμενίζετο να το κάμνη οσάκις είχε, όπερ σπάνιον, κανένα χερσαίον επιβάτην, τον οποίον υπεχρέου να καθήση παρά το πηδάλιον, όταν διήρχοντο πλησίον παραθαλασσίου χωρίου.