United States or Panama ? Vote for the TOP Country of the Week !


Από κει ως της Κεχρεαίς κι' ως την Αγίαν Ελένη, θα μας παίρνη αγάλι- αγάλια με το πανάκι. Κι' απ' την Αγία Ελένη κι' εκεί, αν δεν μπορέσουμε, να μ'ντάρουμε... — Ε, ύστερα; — Εγώ θαλασσώνω και βγαίνω στη στεριά, και σας τραβώ με τη μπαρούμα ως τον Άι-Σώστη.

Έτοιμος ήμουν να την παραιτήσω και να ξαπλωθώ, προσμένοντας ήσυχα τον θάνατο. Αλλά στην ώρα που έκανα τη σκέψι ακούω τον ναύκληρο να φωνάζη από την πλώρη: — Πανί, παιδιά! ένα πανί!... — Ένα πανί! φωνάζω κ' εγώ χωρίς να ιδώ τίποτα. Είδαμε τέλος όλοι μακριά ένα μικρό χαμηλό πανάκι που αρμένιζε τον μαΐστρο. Δεν ήταν μεγαλήτερο από φούσκα και όμως εφάνηκε θεόρατο. Με μιας εζωντάνεψα.

Εγώ να περιφρονήσω ποτέ μου ναύλον; έλεγε πάντοτε ο κυβερνήτης της «Γαλανομμάτας». Την τρικυμίαν μάλιστα, την περιφρονώ πάντοτε. Μετ' ολίγον λοιπόν η γερή σκαμπαβία έκαμε το πανάκι της και απήρε, κατευθυνομένη προς δυσμάς. Ο Μανώλης χασμηθείς το τελευταίον ισχυρόν χάσμημά του, έπιασε το τιμόνι και διέταξε τον πάτερ-Γαλακτίωνα να μένη εις την πρώραν, προσέχων τον φλόκον.

Επί τέλους έσχισα ένα κομματάκι πανί από τον μανδύαν μου και το έθεσα κατά μήκος και καθέτως επί του τοίχους ψηλαφίζων διά να ζητήσω τον δρόμον μου, έπρεπεν εξ άπαντος, όταν θα ετελείωνα πλέον τον γύρον μου, να συναντήσω το πανάκι αυτό. Αυτό τουλάχιστον επίστευα· αλλ' είχα υπολογίσει μη λαμβάνων υπ' όψιν το μήκος του κελλίου μου και την ατομικήν μου ικανότητα. Το έδαφος ήτο υγρόν και εγλύστρα.

Αν δεν εδούλευε το πανάκι εδούλευαν όμως τα κουπιά. Οι πλέον ανυπόμονοι καπετάνιοι έβαλαν τις βάρκες να σύρουν ρυμούλκιο. Οι άλλοι έκαναν βίζιτες. Ποιος είχε να χαιρετήση αδερφό, ποιος πατέρα, ποιος συγγενείς, φίλους, πατριώτες. Πολλοί να ξεκαθαρίσουν παλαιούς λογαριασμούς· άλλοι να τελειώσουν συμπεθεριά· άλλοι να μιλήσουν για τα οικογενειακά τους. Τα έχει αυτά η θάλασσα.

Το πρώτο μου παιγνίδι ήταν ένα κουτί από λουμίνια μ' ένα ξυλάκι ορθό στη μέση για κατάρτι, με δυο κλωστές για παλαμάρια μ' ένα φύλλο χαρτί για πανάκι και με την πύρινη φαντασία μου που το έκανε μπάρκο τρικούβερτο. Επήγα και το έρριξα στη θάλασσα με συγκίνησι. Αν θέλεις είχα και τον εαυτό μου εκεί μέσα. Μόλις όμως το απίθωσα κ' εβούλιαξε στον πάτο.

Τους άκουσε και φοβήθηκε. Και να, τώρα· πάνε πέντε χρόνια κ' είνε καλύτερα απ' τον καθένα τίποτε δεν τον πείραξε. Όλο το κακό ήτανε ναφήση τη θάλασσα, να μαραζώση στη στερηά, να θάβη τον κόσμο, να γενή παπάςΘεέ μου, συχώρεσέ με. Αχ! και να ήτανε ένα πανάκι, να τον πάρη στο γιαλό, στο πέλαγο, να χόρταση αέρα βάλσαμο, να πιή την αλμύρα με τη φούχτα του!