Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Ιουνίου 2025


Δε σειέται φύλλοτα κλαριά... Κανένα νυχτοπούλι Μοιρολογάει το σκοτωμό και κάπου κάπου οι λύκοι Που ανάμεσό τους γρούζουνε ποιος να πρωτοχορτάση Με τα πηχτά τα αίματα... Εδώ κ' εκεί κουφάρια Και ροχχαλιάσματα βαθειά...

Ως που μια μέρα κρατώντας ολάκερο το θησαυρό του άστραψε μέσ' το σκοτεινό Δεκέμβρη κι' έστησε μέσ' το πάρκο το χρυσό πολυέλαιο του μαρασμού του ακίνητο. Ούτ' ένα φύλλο δεν του έμεινε πράσινοτίποτα πια δεν του θυμίζει τον κόσμο. Σαν άγγιξεν έτσι την τελειότητα, έρριξε το πρώτο του μαραμένο φύλλομήνυμα πως είν' έτοιμος.

Πείσμα, νομίζεις, έβαλαν να τα θάψουν και αδερφωμένα το πολεμούν, τα δέρνουν αλύπητα. Καντάρια πέφτει ο άνεμος από ψηλά, μεστώνει τα πανιά, σχοινιά λιγύζει, τα κατάρτια σκουντά, τρώγει τους μακαράδες και τα σίδερα στο πεταχτό διάβα του. Φύλλο περνά, φύλλο πλακώνει, άλλο φύλλο αρματώνεται στο άπειρο διάστημα.

Ο αλησμόνητος Κασδόνης, ο φιλότιμος και πρωδευτικός εκδότης της «Εστίας», περιοδικού τότε, πρόθυμα φιλοξένησε στο φύλλο του τα διηγήματα του Βιζυηνού· είχε καταλάβει την αξία τους και πως μεγάλωναν το φως της πρωτότυπης ελληνικής διηγηματογραφίας, πρωτοφωτισμένης τότε με τη χάρη της αυγής από τις ιστορίες τον Βικέλα και του Δροσίνη.

Τρεις κουταλιές δώδεκα μερίδες.. Στην κουζίνα των αξιωματικών ο μάγειρας, κομψότατος για μάγειρας, περιποιείται το επάγγελμά του. Πιάνει το λάχανο βρασμένο, λευκό σαν χιόνι, ξυλώνει τα φύλλα, κόβει τα χοντρά νεύρα και γεμίζει κάθε φύλλο προσεχτικά με κρέας λεπτοκομένο. Το διπλώνει ύστερα με τέχνη, το σφίγγει, το κάνει οχτάγωνο και το βάζει στην κατσαρόλα με γεωμετρική ευγραμμία.

Από τι; Από τι φτερουγίζουν οι ανήσυχες πεταλούδες των φύλλων της ; Από αύρες τάχα που σβύσαν εδώ και χρόνια ; Από φιλιά που πήρε μια φορά ; Ως που νάρθουν καινούργιες χαρές θυμάται της παληές η τρελλή λεύκα και της ξαναζή. Ξέρω μια λεύκα με κορμί σαν γυναίκειο, που ζη και το τελευταίο της φύλλομια λεύκα τρελλή, πολύ τρελλή. Το κυπαρίσσι έστεκεν αντίκρυ κι' η λεύκα το ρωτούσε.

Ποιος ξεύρει τι αλλόφυλους επήγαιναν πάλι να χτυπήσουν, να στήσουν παντοκράτορα σε Ανατολή και Δύση τον τίμιο Σταυρό! Ήταν η αυγή ανοιξάτικη· χαρά Θεού! Φύλλο δεν εσειόταν ουδέ πούπουλο. Η θάλασσα πίχτρα· χαρτί να γράψης απάνω. Στον διάφανο ουρανό επρόσμενες να ιδής καθρεφτισμένα όλα τα νησιά και τ' ακρογιάλια με τα δάση και την πρασινάδα τους.

Η καθαρεύουσα ψάλλει επιβλητικά: «Λυσσά καταιγίς εις αγρίους δρυμούςΚαι θύελλα μαύρη μαστίζει τα όρη. — Με κόμην λυτήν, απλανείς οφθαλμούςΠροβαίν' η κατάρατος Κόρη. — » Και η δημοτική αλαφρά παιγνιδιάρικα γλυκοτραγουδεί: «Ουδέ τάστρο της αυγήςέχει τόση χάρηόσον έχεις όταν βγηςχαρωπό καμάρι». Αλλά τη φυσιογνωμία των «Βοσπορίδων Αυρών» μας δίνουν να καταλάβουμε καθαρά, και τελειωτικά τα δυο μεγάλα επικοδραματικά ποιήματα που ο ίδιος ο ποιητής γυρίζοντας από τη Γερμανία τα απάγγειλε, θεατρικά, από το Βήμα του Συλλόγου «Παρνασσού» και η «Νέα Εφημερίς» με διευθυντή τον Ιωάννη Καμπούρογλου, τον ίδιο αυστηρό κατακριτή του «Κόδρου», τα τύπωσεν εξαιρετικά στο φύλλο της, με μια κριτική προσωπογραφία του ποιητή, αντίθετα τώρα γεμάτη από εκτίμηση κι από θαυμασμό· σημείωμα, βέβαια κριτικώτερο από το πρώτο· γιατί πάντα σχεδόν η κριτική της προκοπής από τη συμπάθεια ξεκινεί κι από την αγάπη φωτίζεται.

Ήθελα να είχα γραμένη προτήτερα την ιστορία αυτή του μικρού αδερφού, για να μπορούσε να τη δη εκείνη φύλλο με φύλλο. Εκείνη που γνώριζε καλήτερα τη σύντομη ιστορία της ζωής του, καλήτερα από με, καλήτερα από κάθε άλλον.

Κ' έτσι σαν ξημέρωσε και μαζευτήκαμε όλοι στον ξερόκαμπο, πρέπει να είμαστε καμιά πεντακοσαριά. Φύλλο δεν ανεμίζουνταν εκείνη την πρωινή. Ό,τι πρόβαλε ο ήλιος, ξεκινήσαμε κατά τον κάμπο. Γεμάτος ο κάμπος Τουρκιά. Και τους έβλεπες δεν τους έβλεπες πίσω από τον καπνό που ανέβαινε πίσω από τα καμένα τα χωριά τριγύρω.

Λέξη Της Ημέρας

θεληματικόν

Άλλοι Ψάχνουν