Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025


Την στιγμήν ταύτην ο Κατούνας, ιδών την φαιδρότητα του Σκούντα έλαβε θάρρος και επλησίασε δύο βήματα. Αλλ' ο Περίδρομος συνέστειλε τας οφρύς. — Τι θέλεις, Κατούνα; είπεν οργίλως. — Ενόμισα ότι είχετε σώσει το κρασί, εμορμύρισεν ο Κατούνας. — Φέρε μίαν φιάλην, ανόητε, διά να μην ευρίσκης πρόφασιν να έρχεσαι κάθε λίγο. Ο Κατούνας έσπευσε να υπακούση.

Ο Φούρβης δεν ετόλμησε ν' αντιστή, και εξήλθε μετά του Σκούντα, όστις εκράτει αυτόν σφιγκτώς εκ του βραχίονος. Ότε είδε την Αϊμάν, είπεν ο Φούρβης·Αυτή πάλι τι είνε; — Σιωπή, είπεν ο Σκούντας. Ο Φούρβης εισήγαγε την κλείδα εις το μικρόν κλείθρον αποσύρας τον μοχλόν και ήνοιξε την θυρίδα. — Απ' εδώ ειμπορείτε να εβγήτε, είπε· δεν είνε ανάγκη νανοίξωμεν την μεγάλη.

Ότε δε αφυπνίσθη, άνθρωπός τις ενεφανίσθη ενώπιον αυτού. Τους χαρακτήρας του ανθρώπου τούτου ανεγνώριζεν ο Μάχτος, αλλά το όνομά του δεν εγίνωσκεν, ουδ' ανεμιμνήσκετο πού τον είχεν ιδεί. Ήτο δε ούτος ο Τρανταχτής, ο φίλος του Σκούντα, και γνώριμος ημών εκ του καπηλείου του Κατούνα. — Φίλε μου, τω είπε, δουλεύεις τώρα εδώ, ή όχι;

Φαίνεται λοιπόν ότι εκ της φωνής του Σκούντα και εκ της μορφής αυτού, ην κατώρθωσεν επί μίαν στιγμήν να ίδη, τον ανεγνώρισεν ότι ούτος ήτο ο άρπαξ της συζύγου του· το τραύμα δε αυτού ήτο πρόσφατον, και η οργή του αφορμήν εζήτει όπως εκραγή. Ευθύς δ' ως είδε τον Σκούνταν, εξέλαβε τούτον ως δώρον της Νεμέσεως και ερρίφθη επ' αυτού με την λύσσαν της τίγρεως.

Πείσμα, νομίζεις, έβαλαν να τα θάψουν και αδερφωμένα το πολεμούν, τα δέρνουν αλύπητα. Καντάρια πέφτει ο άνεμος από ψηλά, μεστώνει τα πανιά, σχοινιά λιγύζει, τα κατάρτια σκουντά, τρώγει τους μακαράδες και τα σίδερα στο πεταχτό διάβα του. Φύλλο περνά, φύλλο πλακώνει, άλλο φύλλο αρματώνεται στο άπειρο διάστημα.

Ο Σκούντας τη εσύριξε μακρόθεν το όνομα του Τρανταχτή και η μοναχή έσπευσε να διατάξη να τον εισαγάγωσιν. Ο Σκούντας δι' ολίγων λέξεων εξήγησεν ότι ο φίλος του Τρανταχτής, τυρβάζων περί σπουδαίας υποθέσεις, δεν εσχόλαζε να έλθη, και έπεμψεν αυτόν προς την Βεάτην. Η μοναχή ευηρεστήθη εκ της προθυμίας και εκ των φιλοφρόνων τρόπων του Σκούντα, και τον προσεκάλεσεν εις το μαγειρείον.

Ηγνόει το φονικόν τέλος της νυκτερινής εκείνης πάλης μεταξύ του Σκούντα του άρπαγος και του Τρέκλα του υβρισθέντος συζύγου. Ο Πρωτόγυφτος είχεν απομακρύνει ταύτην ως τάχιστα εκ της σκηνής εκείνης αδρανώς έχουσαν και μήτε να σκεφθή μήτε ν' αντισταθή δυναμένην.

Νυν δε αναπολούσα καθ' εαυτήν την σκηνήν εκείνην, έπασχε συνειδυία ότι δεν ηνάγκασε τον Πρωτόγυφτον να έλθη εις βοήθειαν του κινδυνεύοντος Σκούντα, ου επί του στήθους επάτει τον πόδα ο εχθρός του. Η ανάμνησις αυτής περιέβαλλε μετά τινος ευγνωμοσύνης το πρόσωπον του Σκούντα. Ίσως ο νέος εκείνος να μη είχε κακούς σκοπούς δι' αυτήν, και ηθέλησε να ελευθερώση αυτήν εκ φιλανθρωπίας.

Ο μάστορας, άνθρωπος εύθυμος, ετραγουδούσε πολλάκις, ενώ έκτιζε, κωμικά άσματα της πατρίδος του· διεσκέδαζε δε ιδίως να σκανδαλίζη τον Μανώλην διά του άσματος εις το οποίον νεαρός ανεψιός χαριεντίζεται με την θείαν του: Πέρα πήαινα στη ρύμη με τη θεια μου την Ερήνη. Σκούντα 'γιώ και σκούντα κείνη, κάνει ο Θιός και πέφτει κείνη. Έδε τόπος και λειβάδι, Αχ! θειά μου να 'σουν άλλη! ...

Όχι, Μα τον Θεόν, απήντησεν ούτος, την αλήθειαν σας λέγω, έτσι να χαρώ, να έχης και καλήν ψυχήν. Αυτή είνε η αλήθεια. Η Βεάτη ήτο έτοιμος να διηγηθή προς αυτόν τα περί της κλειδός, ην είχε παραγγείλει διά του Τρανταχτή, ότι ήτο ακριβώς προωρισμένη διά τον αυτόν σκοπόν, υπέρ ου και εκείνος διεφέρετο, κατά την αφήγησιν τουλάχιστον του Σκούντα.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν