United States or Isle of Man ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Εις την απόφασίν μου μόνον και εις τας χείρας μου θα εμπιστευθώ. Εις ουδένα εκ των του Καίσαρος. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Μη θρηνής και μη λυπήσαι διά την περί το τέλος του βίου μου επελθούσαν μεταβολήν, αλλά καταπράυνε τας σκέψεις σου, αναπολούσα εις την μνήμην την προτέραν τύχην, ότε ήμην ο μέγιστος και επιφανέστατος ηγεμών του κόσμου.

Τι έγεινεν ο μυστηριώδης εκείνος ξένος, ο έχων τόσον θερμήν την αγκάλην, τόσον μεταξίνην την κόμην, και τόσον γλυκύ το φίλημα; πώς ανελήφθη εγγύθεν της, χωρίς αυτή να το εννοήση; διατί δεν ανέμεινε πλησίον της το φως της πρωίας; Αυτά ηρώτα τώρα καθ' εαυτήν η νεάνις, αναπολούσα το πρόσφατον παρελθόν, αλλ' ουχί και αμέριμνος περί του προσεχούς μέλλοντος.

Νυν δε αναπολούσα καθ' εαυτήν την σκηνήν εκείνην, έπασχε συνειδυία ότι δεν ηνάγκασε τον Πρωτόγυφτον να έλθη εις βοήθειαν του κινδυνεύοντος Σκούντα, ου επί του στήθους επάτει τον πόδα ο εχθρός του. Η ανάμνησις αυτής περιέβαλλε μετά τινος ευγνωμοσύνης το πρόσωπον του Σκούντα. Ίσως ο νέος εκείνος να μη είχε κακούς σκοπούς δι' αυτήν, και ηθέλησε να ελευθερώση αυτήν εκ φιλανθρωπίας.

Και δεν ήτο ικανόν να αισθανθή καν την απορίαν, την οποίαν μόνη η μάμμη διετύπωνε κρυφίως μέσα της· «Θεέ μου, γιατί να έλθη στον κόσμον κι' αυτό;» Η γραία το ενανούριζε, και θα ήτον ικανή να είπη «τα πάθη της τραγούδια» αποπάνω από την κούνιαν του μικρού. Κατά τας προλαβούσας νύκτας, πράγματι είχε «παραλογίσει» αναπολούσα όλ' αυτά τα πάθη της εις το πεζόν.

Είνε ευτύχημα ότι σε βλέπω την στιγμήν ταύτην ηλικιωθείσαν και ακμαίαν νεανίδα. Σεμνύνομαι διά το έργον μου. Η χαρά μου μετέχει, αν δύναμαι άνευ βλασφημίας να είπω τούτο, της χαράς του Θεού, όστις αγάλλεται βλέπων πάντα αυτού τα κτίσματα εν αρμονία, ή μετέχει τουλάχιστον της χαράς της μητρός, ήτις αναπολούσα τους πόνους, ους υπέστη, αισθάνεται την φιλοστοργίαν της αυξανομένην.