United States or Wallis and Futuna ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τίποτα· θέλησα να το κάμω να λουφάξη, να μην κλαίη, απήντησεν. Η γραία μάμμη έκυψε προς την κούνιαν. — Πηγαίνω τώρα, έφεξε, είπεν η Φραγκογιαννού . . . Δώσε της λεχώνας το γιατρικό που έβρασα να το πιη! Και πάραυτα εξήλθεν. Έτρεξε με βήμα δρομαίον ν' απομακρυνθή τάχιστα. Επήρε τον επάνω δρόμον, κατά το δάσος, διά να μη περάση από την αντικρυνήν ράχιν όπου ήτον η στάνη.

Τον εβεβαίωσα πως δεν θέλει μου κάμει καλύτερην χάριν από αυτήν, εις το να μου διηγηθή την ιστορίαν του. &Ιστορία του σοφού Αβικένα.& Και ευθύς που εβγήκα από την κούνιαν οι γεννήτορές μου με έστειλαν να σπουδάξω εις το σχολείον της Μπουχαρίας. Έμαθα ευθύς εκεί το Αλκοράνι, και εγνωρίσθηκα τόσον επιτήδειος εις τα γράμματα, που εις ηλικίαν δέκα χρονών είχα τελειώσει τα μαθήματά μου.

Και δεν ήτο ικανόν να αισθανθή καν την απορίαν, την οποίαν μόνη η μάμμη διετύπωνε κρυφίως μέσα της· «Θεέ μου, γιατί να έλθη στον κόσμον κι' αυτό;» Η γραία το ενανούριζε, και θα ήτον ικανή να είπη «τα πάθη της τραγούδια» αποπάνω από την κούνιαν του μικρού. Κατά τας προλαβούσας νύκτας, πράγματι είχε «παραλογίσει» αναπολούσα όλ' αυτά τα πάθη της εις το πεζόν.

Να κάμη κούνιαν τέλος, υπό τον πλάτανον του Αγίου Γεωργίου τον υψηλόκλαδον, να κουνισθή, ν' αερισθή όλη εις τον αέρα εκείνον, οπού ήρχετο αγνός από το πέλαγος. Εκείνη εις την κούνιαν, και ο αέρας να την τραγουδή . . . Έκαμε τον σταυρόν της εγερθείσα νύκτα-νύκτα. Έλαβε το καλαθάκι της, εκείνο το λεπτόπλεκτον, το κυμαίον.

Η πένθιμος είδησις την εύρε την κυρά Λιμπέριαιναν προσευχομένην, γονατιστήν, εμπρός εις την Τριχειρούσαν της, ενώ το παιδίον, το νήπιον, εκλαυθμύριζεν άυπνον μέσα εις την κούνιαν του παραδέρνον.