United States or Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Χιμίζει ό αέρας να σε ρίξη κάτου, συ θεριεύεις ανάμαλλο μεμιάς, στο αγρίεμα, στο θυμό, στο βούισμά του βουίζεις, αγριώτερα βογκάς. Κι αυτό τα πόδια που σου έγλυφε, τώρα να σε γκρεμίση ορμά και το νερό. Το αψηφάς· με το σίφωνα, την μπόρα συ παλεύεις μεγάλο, δυνατό. Και σε θωρώ: γαληνεμένο πάλι, ορθό, ψηλό στη μολυβένια αυγή, μόνο η δαρμένη φυλλωσιά τη ζάλη, την αντάρα της νύχτας μαρτυρεί.

Η βασιλοπούλα υπακούοντας εις την προσταγήν του πατρός της υπεσχέθη να με επιστρέψη εις την μορφήν μου· και ευθύς έδραμε, και έφερεν ένα βιβλίον με ένα μαχαίρι, και μας έφερεν εις μίαν κρυφήν αυλήν του παλατίου· και εκεί εσχημάτισε με το μαχαίρι ένα κύκλον εις την γην, και έγραψε μέσα εις τον κύκλον γράμματα Αραβικά με χαρακτήρας της Κλεοπάτρας· και διαβάζοντας κάποιους εξορκισμούς από το βιβλίον αιφνιδίως εσκοτίσθη ο αέρας, ωσάν να ήτον νύκτα.

Τα ζεμπούλια σμίγαν απαλά με τις γαλάζιες ανεμώνες, οι γαλάζιες ανεμώνες μ' άσπρες, με λευκόια και μενεξέδες κι όταν κόντευε να φτάση η μέρα του Άιγιανιού κι ο καλοκαιρινός αέρας έπαιζε στις κατεβασμένες κουρτίνες, ήρθανε κ' οι φεγγοβόλες πασκαλιές. Η μαμά κι ο Σβεν είταν εκείνοι που φέρνανε τάνθη κ' είτανε δύσκολο να πη κανείς ποιος από τους δυο ταγαπούσε πιο πολύ.

Ο Ροκ αγροίκησε μεγάλον πόνον που τον έκαμε να δοθή εις ένα μέγα ούρλιασμα, τόσον που αντηχολόγησεν ο αέρας, και διά να ξεδικηθή έβγαλε με τα νύχιά του τα μάτια του εχθρού του.

Ας σου πω κ' ένα άλλο: &Σου συφέρει& να σου τα φορτώνουμε όλα μας. Όσο σου τα φορτώνουμε, άλλο τόσο σαπίζουμε. Κ' η σαπίλλα μας είναι ζωή σου. Έτσι της μιλώ της Σκλαβιάς κάποτε μοναχός μου. Να με συχωρέσης λοιπό, φίλε, που πήγα να ξεχάσω την καλή σου τη συντροφιά. Ο ρωμαίικος αυτός αέρας τόφερε. Άρχισα να τονε μυρίζω πάλι.

Ο δεκανέας κοντά στο ένα γωνολίθι, στ' άλλο ο πάρεδρος με τη γριά του, δίπλα τους η Λιώ, και σε μιαν αγκωνή εγώ. Έξω βαρυχειμώνιασε· φύσηξε ένας αέρας ζεστός που μας έπνιγε η μούχλα· κ' ύστερα έπιασε ένα νερό, ένας χειμώνας που χόρευαν τα κεραμίδια του σπιτιού. Μέσα στην ανεμοζάλη με πήρε αρπαχτικά, γλυκά ο ύπνος. Όντας ξάφνω ξύπνησα παγουδιασμένος. Άνοιξα βαρειά τα μάτια μου.

Το αίμα έτρεχε θερμό απ' τα χέρια μας. Ο θρήνος γέμιζε το σκοτάδι. — Ο αέρας τρέμει.... του είπα. Νοιώθεις τον αέρα που τρέμει τώρα; — Ναι. Και τα δένδρα. Βλέπεις τα δένδρα; — Τα βλέπω. Και τα σύννεφα απάνω. — Και τα σύννεφα, Θεέ μου! — Βλέπεις τα μακρυνά βουνά; — Βλέπω. Ένας σεισμός τα ταράζει. Ο θρήνος γέμιζε το σκοτάδι, σαν βογγητό ανέμου μέσα στο πένθος του δάσους. — Ο άνεμος κλαίει; — Όχι.

Μίαν ημέραν, που ευρισκόμουν μοναχός εις το σπήλαιον που εδούλευα, επήρα αμπτέστι και άρχισα να κάμω το προσκύνημά μου, και εις το αναμεταξύ που έλεγα κάποια λόγια από το Αλκοράνι, άκουσα να αντιβοήση ο αέρας από βοές χαρμόσυνες και από ψαλμωδίες εις δόξαν του Υψίστου.

ΓΕΛΩΤ. Να του δώσω κ' εγώ αρραβώνα. Ιδού· πάρε τον σκούφον μου. Προσφέρει τω ΚΕΝΤ τον κωδωνοφόρον αυτού πίλον. ΛΗΡ Καλώς το παιδί μου! Τι γίνεσαι; Άκουσέ με, σου λέγω, και πάρε τον σκούφον μου. ΚΕΝΤ Διατί, τρελλέ; ΓΕΛΩΤ. Διατί; Διότι πηγαίνεις με τους ξεπεσμένους. Αν δεν ηξεύρης να γελάς εκεί, από όπου ο αέρας φυσά, θ' αρπάξης γρήγορα κρυολόγημα.

Στάχτη και μπούρμπερη σκορπίστηκαν οι εχθροί του. Και γύριζε τώρα νικητής στη χώρα τη δική του. Τα βούκινα και τα τούμπανα όλο ζυγώνανε στη χώρα κ' έτρεμε ο αέρας από τη χαρούμενη βοή τους. Ο γέρος ο βασιλιάς καβάλλησε το πιο όμορφο άλογό του, πήρε και την κορώνα τη χρυσή στα χέρια του και ξεκίνησε απ' το παλάτι.