United States or San Marino ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τ' αγιοκέρι που μόλις έφεγγε στο μεγάλο σα στρατώνα κελί, φώτισε τους δυο χωρικούς, που άλαλοι και σαστισμένοι, φίλησαν αρπαχτικά το χέρι του ηγούμενου, έβγαλαν τα τσαρούχια τους, τα πήραν στα χέρια τους, και πατώντας στα νύχια, χάθηκαν σαν ίσκιοι από την πόρτα, ενώ ο ηγούμενος έσβυνε φυσώντας με τα χείλη του τ' αγιοκέρι.

Ένα αυτί πρωτοματιάζει, Κι' άλλο δεύτερο δοκέται· Και τα νύχια του συντάζει· Δέξια ζέρβια του κινιέται· Εις αυτό, το ζύγι χάνει, Ξαγλιστράει παραπατόντας Το σκοπό δεν αποκάνει, Και στον πάτο πάει βαρόντας.

Καλοθελήτραις Μούσαις μου, σ' αυτήν την ιστορία, Αναθυμήστε μου καλά της μάχης την αιτία. Και πώς σ' αυτό το μάλωμα των Ποντικών, το πλήθος 45 Γιγάντων δείχνει αποκοτιά, Γιγάντων δείχνει στήθος. Ένα Ποντίκι μια φορά σαν μπόρεσε να φύγη Τα νύχια ενός Αγριόγατου, που το 'χε στο κυνήγι.

Απάνω η σπηλιά με τον ουρανό της νεροστάλαχτον, με τα πλευρά της αυλακωμένα από τις νεροσυρμές, πράσινα από τα πολυτρίχια και τη χνουδωτή αμάκα, κουφαλιασμένα από τα νύχια του όρνιου που είχεν εκεί τη φωλιά του, κόσκινο από του σφαλαγγιού το κεντρί, κλεισμένα με τον πλοκό της αράχνης, ξεθεμελιωμένα από του ποντικού την ακούραστη μύτη, εψήλωνε βουβή, ατάραχη, σαν ναός απλώνοντας εμπιστευτικά τ' αετώματά του σ' εκείνους που ζητούν καταφύγιο.

Σε δάφτους πήγε κι' έκραξε ναν τους φιλοτιμήσει «Ακούστε, γείτονες βοηθοί που μούρθατε κοπάδια, 220 εγώ λαό δε γύρεβα, μήδε έθνος μούχε λείψει, κι' εδώ όλους απ' τους τόπους σας σας μάζεψα έναν έναν, Μον για να σώστε πρόθυμοι των Τρώων τις γυναίκες και τα παιδιά τ' ανήλικα απ' των οχτρών τα νύχια.

Ο Ροκ αγροίκησε μεγάλον πόνον που τον έκαμε να δοθή εις ένα μέγα ούρλιασμα, τόσον που αντηχολόγησεν ο αέρας, και διά να ξεδικηθή έβγαλε με τα νύχιά του τα μάτια του εχθρού του.

Τριάντα χρόνιαμια ζωήκυβέρνησε ο Καπετάν-Μοναχάκης την «Αθηνά». Ο Καπετάν-Μοναχάκης πάντα άξιος και καλόγνωμνος, η «Αθηνά» πάντα καλοθάλασση και προκομμένη. Ούτε αδέρφια, ούτε συγγενείς. Η «Αθηνά» και πάλε «Αθηνά». Πάντα ταξίδια, πάντα φουρτούνες. Τον Μοναχάκη δεν τον σήκωνε το λιμάνι Σαν καθότανε μια βδομάδα στο λιμάνι ο Μοναχάκης αρχίζανε να τον τρων τα νύχια του.

Αυτός, που τον τρόμαζε Τούρκος σαν τάβαζε μαζί του, τώρα με του αδερφού του τη φοβέρα λαφιάστηκε, τάχασε, και με σπαραχτική αγωνία απορούσε ποιος να θυσιαστή, αυτός κ' η γυναίκα του, ή ο ακριβός του ο Πανάγος, το γνωστικό του αγώρι, που ως τα προχτές ακόμα σα γονιός το νοιαζότανε να μην πέση σε μιας μαζώχτρας νύχια, και κείνος τον άκουγε, κι ως τόσο πού να το φαντάζεται τώρα

Κάθε μέρα κατεβαίνει από τη σπηλιά του και στέκεται σε μια από της πύλες της Πολιτείας. Κανείς δεν μπορεί να μπη, κανείς να βγη, αν δε δώσουν, πρώτα, στο δράκοντα μια τρυφερή κόρη. Κι' όταν την πάρη στα νύχια του την καταπίνει σε λιγώτερη ώρα απ' όση χρειάζεται κανείς για να πη τον πάτερ ημών.

Τώρα ας με δέσουν ας με κάνουν ό,τι θέλουν, ας με σκοτώσουν, δε με μέλει πεια». Οι άπιστοι προδότες τόσο σφιχτά της είχαν δέσει τα σκοινιά που το αίμα έτρεχε από τα χέρια της αυλάκι. Αλλά εκείνη είπε γελαστή: «Αν έκλαιγα γι' αυτόν τον πόνο, την ώρα που ο καλός Θεός πήρε το φίλο μου από τα νύχια των απίστων, βέβαια, δε θάξιζα τίποτα