Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025
ΚΑΛΙΜΠ. Υδρώπικας να πνίξη το μουρλό! Τι νοιώθετε με το να χαϊδεύετε αυτά τα παληοσκούτια; πάμετε, και ας κάμουμε πρώτα το φονικό· ανίσως ξυπνήση, μας γιομίζει τσιμπιές από τα νύχια ως την κορφή· μας κατασταίνει παράξενα πράγματα.
Για μένα και για σένα δεν είνε. — Είνε, είπε πεισματικά ο Αριστόδημος· θα γίνουμε κ' εμείς σοφοί. — Σοφοί; Όχι, δεν πρέπει· η σοφία μπορεί να βγαίνη από τη ζωή μα ζωή δεν είνε. Να γίνουμε σοφοί; Στο μέλλον ίσως· τόρα όμως όχι. — Γιατί; — Γιατί; δεν το κατάλαβες; Η ζωή τρέχει και πρέπει να την προφτάσουμε. Δύναμη τώρα χρειαζόμαστε, όχι σοφία. Μπράτσα δυνατά και κοφτερά νύχια.
'Δές τι βαθυά που χώθηκαν οι αδραχτυλίδες μέσα! Το δαμαλάκι διώχνοντας, που κακό ψόφο νάχη, πλήγωσα το ποδάρι μου. Είδες πούνε ταγκάθι; ΚΟΡΥΔΩΝ Τώπιασα με τα νύχια μου· να, κύτταξέ το, Βάττε. ΒΑΤΤΟΣ Πόσο μικρό ταγκύλωμα και πόσο πόνο κάνει! ΚΟΡΥΔΩΝ Μην τρέχης, Βάττε, στο βουνό ξυπόλυτος ποτέ σου, γιατί φυτρώνουν παλουριές κι ασπαλωθιές κι αγκάθια.
Ο υπενωμοτάρχης άρχισε να χτυπά τις γροθιές του στην πόρτα, οι χωροφύλακες να γρατσουνίζουν με τα νύχια τους τα χαμηλά παράθυρα. Σε λίγο η πόρτα άνοιξε.
Ήταν αυτός ένας άνθρωπος καθώς εφαίνονταν έως σαράντα χρονών ηλικίας· είχε την θεωρίαν πολλά θηριώδη· χοντρό το κεφάλι, τα μαλλιά κοντά και κατσαρά, και το στόμα του κατά πολλά μέγα, με τα δόντια μακρυά και μυτερά ωσάν των σκύλλων, τα χέριά του ήταν νευρώδη, οι παλάμες του πλατειές με νύχια μακρά και μυτερά, οι οφθαλμοί του επαρομοίαζαν ωσάν της τίγριδος, και είχε μίαν μύτην πλακωτήν με δύο ρουθούνια πολλά ανοιχτά· η φυσιογνωμία του δεν μας άρεσεν, επειδή είχε μίαν θεωρίαν άξιαν διά να μετατρέψη εις μετανόησιν την ευσπλαγχνίαν, που μας είχε παρακινήσει.
Και στην ώρα που το έφερναν, φοβερά ρεκάζοντας επήδησε στα κύματα με τον Γιώργη το Σπετσωτάκι, που ήθελε να παλαίψη μαζί της. Για μία στιγμή, τον είδα κάτου σε βαθειά και θεοσκότεινη λαγκαδιά ν' αντρομαχέται απελπισμένα. Και άξαφνα είδα κύμα θεόρατο, με χίλια νύχια και μύριους αποκλαμούς, να τον παίζη στο αφρισμένο στόμα του και να μας τον πετά με βρισιά και φοβέρα.
Το σιδερόξυλο — σιδερόξυλο είνε όσο και αν το κουτσουρέψης· όσο και αν του μαδήσης την κορφή, αν του ζεματίσης τα φύλλα, αν του πριονίσης τα κλαδιά. Ο λέοντας — λέοντας λέγεται όσο και αν του ψαλλιδίσης τη χαίτη, αν του κόψης την ουρά, αν του βγάλης τα νύχια, αν του ξεριζώσης τα δόντια. Φτάνει το βρύχημά του να σε ρίξη στα Τάρταρα.
Θαρπάξη από τα νύχια τους τα βρώμικα, Να δοξοστεφανώση τον Τρανόν Τραγουδιστή· Και θα τον πμ : Μ ε σ ί α ή Ν τ ά ν τ η Του . . . Πώς ήθελα να ζούσα να τα ιδώ! Πώς ήθελα να ζήσω να τακούσω ! Ο ΑΡΧΙΦΥΛΑΚΑΣ Κarl Dietrich 0ι σάλπιγγες βαρύηχες εβάρεσαν από ώρα τόρα προσκλητήριο πρωινό.
Βέβιος τότε να τον πιάκη, Σιγανά, αλαφρά αρχινάει, 330 Στο γιαλί να ιδή, να φτάκη, Το κεφάλι να κρεμάη. Ένα αυτί πρωτοματιάζει, Κι' άλλο δεύτερο δοκέται· Και τα νύχια του συντάζει· 335 Δέξια ζέρβια του κινιέται· Εις αυτό, το ζύγι χάνει, Ξαγλιστράει παραπατόντας Το σκοπό δεν αποκάνει, Και στον πάτο πάει βαρόντας. 340
Επειδή όντας αρχάριος φοβότανε το αίμα κ' εθαρρούσε πως αίμα βγαίνει μονάχ' από πληγή. Κι αφού αποφάσισε να διασκεδάζη μαζί της όπως πάντα, εβγήκε από τη λαγκάδα κι άμα επήγεν εκεί όπου καθότανε η Χλόη πλέκοντας στεφανάκι από μενεξέδες, και ψέμα είπε, πως από τα νύχια του αετού άρπαξε τη χήνα, κι αφού την αγκάλιασε την εφίλησε, καθώς τη Λυκαίνιο στην απόλαψη@ τους.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν