Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025
Της φαίνεται ότι σηκώνεται και τρέχει έως την πόρτα: αλλά οι προδότες έχουνε στήσει στο σκοτεινό κατώφλι μεγάλα κοφτερά δρέπανα. Η ακονισμένες και κακές λάμες πιάνουν, στο πέρασμα, τα λεπτά γόνατα της. Της φαίνεται ότι πέφτει, και ότι από τα κομμένα γόνατά της ξεχύνονται δυο κόκκινες βρύσες. Σε λίγο οι ερασταί θα πεθάνουν, αν κανείς δεν τους βοηθήση.
Έτσι είπε η ανεμόποδη θεά και φέβγει πάλι. 210 Κι' εκείνος χάμου πήδησε με τ' άρματα απ' τ' αμάξι, και σιώντας τα διο κοφτερά κοντάρια πήγε ολούθες μες στο στρατό και φώναζε να πολεμάν να σφάζουν, και σήκωσε άγριο πόλεμο. Γύρισαν τότε οι Τρώες και στάθηκαν των Αχαιών καταντικρύ με θάρρος. 214
Έν' απ' αυτά ψηλό, νευρωμένο κι άγριο άγριο, με μαλλί δασύ και σταχτερό σαν το θαμπό φως της αυγής, χύθηκε απάνω τους ίσα, ανοίγοντας τα σαγόνια του, πετώντας όξω κόκκινη φωτιά τη γλώσσα του και τα κοφτερά δόντια του. — Τι το φυλάτε, μωρέ, και δε το σκοτόνετε, φωνάζει, κ' ένας στρατιώτης σηκόνει τον κόπανο, του καταφέρνει μια και τ' ανοίγει σε δυο το κεφάλι.
Τόσο ούτε καν τον Αχιλιά δεν τρέμαμε ποτές μας που λεν πως είναι γιος θεάς· μα αφτός παραλυσσάζει, 100 και τέρι στην παλικαριά δεν έχει εδώ κανένα.» Είπε, κι' εκείνος άκουσε τα λόγια τ' αδερφού του κι' αμέσως χάμου πήδηξε με τ' άρματα απ' τ' αμάξι. Και σιώντας τα διο κοφτερά κοντάρια πήγε ολούθες μες στο στρατό, και φώναζε να πολεμάν και σφάζουν, 105 και σήκωσε άγριο πόλεμο.
Εσώριαζε απάνω στη μνήμη του βαρειά και κοφτερά τ' αγκωνάρια της αρχαίας· ως που εκείνη πληγωμένη και άρρωστη έπεφτε κάτω σαν το βαρυφορτωμένο ζω. Τότε πιο άρρωστος εκείνος από τη μνήμη του ξαπλωνότανε στον καναπέ με το κεφάλι στα χέρια, ένας σωρός από κρέας και κόκκαλα. Στην ίδια κατάσταση βρίσκεται και σήμερα. Μα τώρα δεν είνε μόνος. Μαζί του κάθουνται τριγύρω στο τραπέζι και τρεις άλλοι κύριοι.
Όταν είμουνα στη Ζαγορά της Θεσσαλίας, παραπονιούμουν κάθε τόσο για τα καλντερίμια . Ο Δροσίνης κάμποσες φορές άκουσε τα παράπονά μου και θα τα θυμάται. Τάκουσαν όμως και τα καλντερίμια — τάκουσαν και τα θυμούνται. Αχ! εκείνοι οι δρόμοι που ανεβοκατεβαίνουνε σαν τα κύματα, μα σαν κάτι κύματα πέτρινα και κοφτερά! Τα καλντερίμια με κυνηγούν. Τώρα που βγήκα πάλε στο ταξίδι, και κείνα κατόπι μαζί μου.
Και ο μεν Νεοπτόλεμος στέκεται απέναντι εις το άγαλμα και προσεύχεται, οι δε ωπλισμένοι με τα κοφτερά σπαθιά κρυφά κτυπούν τον δυστυχισμένου Νεοπτόλεμον. Εκείνος υποχωρεί, διότι δεν ήτο δυνατά κτυπημένος, αρπάζει τα όπλα που ήσαν κρεμασμένα εις τον τοίχον, και στέκεται εις τον βωμόν, γρήγορα ωπλισμένος πλέον.
»Κι αν με καλοδεχόσαστε, θα τώχα για χαρά μου »αν μοναχά το στόμα σου το γλυκερό 'φιλούσα » — γιατ' είμαι νιος ευγενικός κι ώμορφος μέσα σ' όλους — »μ' αν εύρισκα την πόρτα σας κλειστή, μανταλωμένη, »θάχα πελέκια κοφτερά, θάχα δαυλιά για δαύτη». Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη.
Για μένα και για σένα δεν είνε. — Είνε, είπε πεισματικά ο Αριστόδημος· θα γίνουμε κ' εμείς σοφοί. — Σοφοί; Όχι, δεν πρέπει· η σοφία μπορεί να βγαίνη από τη ζωή μα ζωή δεν είνε. Να γίνουμε σοφοί; Στο μέλλον ίσως· τόρα όμως όχι. — Γιατί; — Γιατί; δεν το κατάλαβες; Η ζωή τρέχει και πρέπει να την προφτάσουμε. Δύναμη τώρα χρειαζόμαστε, όχι σοφία. Μπράτσα δυνατά και κοφτερά νύχια.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν