United States or Nauru ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καθ' όσον ηύξανον τα κέρδη εξετείνετο βαθμηδόν των εργασιών μας ο κύκλος, ταυτοχρόνως δε και των βλέψεων μας ο ορίζων. Αι μετά ξένων εν Ευρώπη ανταποκριτών σχέσεις δεν εξήρκουν πλέον προς ικανοποίησιν της εμπορικής μας δραστηριότητος. Δύο ή τρεις εκ των συμπολιτών μας, νέοι Κολόμβοι του ελληνικού εμπορίου, είχον ήδη κατ' εκείνα τα έτη στήσει εις Λονδίνον την σκηνήν των.

Ο ντον Πρέντου απάντησε με ένα περιφρονητικό νεύμα της κεφαλής, από κάτω προς τα επάνω, καταδέχτηκε όμως να στήσει αυτί για ν’ ακούσει τι αγόραζε ο υπηρέτης. «Δώσε μου ένα σκούφο, Αντόνι Φραντσί, αλλά να είναι μακρύς και όχι σκοροφαγωμένος….» «Δεν τον πήρα δα και από το σπίτι των κυράδων σου», απάντησε ο κακόγλωσσος Μιλέζος.

Ο τρόπος ούτος του γράφειν, ον εισήγαγεν ο Βύρων παρά τοις Άγγλοις, ο Heine παρά τοις Γερμανοίς και ο Murger και ο Musset εις Γαλλίαν, εφευρέθη υπό των Ιταλών ποιητών της παρακμής, οίτινες απελπισθέντες ν' αναρριχηθώσιν εις τα ύψη, εφ' ων ο Δάντης, ο Πετράρχης και ο Τάσσος είχον στήσει την σημαίαν των, εζήτησαν άλλην τινά περισσοτέραν ουχί προς την δόξαν αλλά προς την δημοτικότητα οδόν.

Από τα τόσα βρόχια, τα οποία της είχαν ρίψει εις τον δρόμον της, από τας τόσας ελεπόλεις, τας οποίας της είχον στήσει περί τους τοίχους της όλοι οι ειρημένοι επιχειρηματίαι δεν ηδυνήθη να γλυτώση η Μαρούσα· και μετ' ολίγον καιρόν αύτη, εν απουσία του συζύγου, ευρέθη έγκυος. Και το ενόησεν ότε ήτο ήδη δύο μηνών.

Είπεν ότι και την ιδίαν του ζωήν προσφέρει διά την ελευθερίαν των Αθηνών υπεσχέθη χίλια δίστηλα εις εκείνον, όστις πρώτος ήθελε στήσει, την σημαίαν εις τα τείχη της Ακροπόλεως, και έταξε πολλάς δωρεάς και αμοιβάς εις όλους, όταν ήθελε διαλυθή το εχθρικόν στρατόπεδον.

Μα σε τούτη την περίσταση και ύστερα από τόσους κόπους που βασίλευσε και οργίασε, είναι τέλος πάντων καιρός να χαντακωθεί, άλλοιώς θα χαντακωθούμε εμείς που την έχουμε στήσει, κατά διαταγή των γραμματισμένων, σαν είδωλο μες στο μυαλό μας, που κάτω κάτω δε μας φταίει και τίποτε το κακόμοιρο.

Εγώ εβγήκα να πιω νερό, στην περίφημη, την αθάνατη βρύσι... Ήτον ως τρεις ώρες νύχτα. Δροσιά, αστροφεγγιά, χαρά Θεού. Εκεί αντίκρυ, πέρ' απ' τα πλατάνια, στο ξέφαντο, είχαν αρχίσει να παίζουν λαλούμενα, φλογέρες, νταούλια, ζουρνάδες, και μερικοί είχαν στήσει χορό.

Τι ήτο αυτό όλον, που είχε συμβή γύρω του και μέσα του εκεί επάνω εις το βουνό; Ήσαν άρα γε φαντάσματα ή ονείρατα πυρετού; Προτήτερα ούτε πυρετόν ούτε καμμίαν άλλην ασθένειαν είχε ποτέ γνωρίσει. Αλλά, όταν έκρινε την Μπαμπέτταν, έρριψε και ένα βλέμμα και εις το ιδικόν του εσωτερικόν. Είχεν ανιχνεύσει μέσα 'στην καρδιά του το άγριον κυνήγιον, τον θερμόν Λίβαν, που είχε στήσει εκεί την έδραν του.

Ύστερα ήτον ακόμα νιος, και δε θα τον εβάρενε το σερβίρισμα των καφέδων του. Στην αυλή του σπιτιού του λοιπόν είχε στήσει τον καφενέ του ο Ζώης ο Αζώηρος. Αυτός εσερβίριζε τους μουστερίδες κ' η αδερφή του, η Κυρά Τσεβούλα, έβραζε τους καφέδες.

Ως να είχον στήσει σκοπιάν επί του πύργου των Μαγδάλων διά ν' ανακαλύψωσι το ιστίον του πλοιαρίου Του, μόλις επάτησε τον πόδα επί της όχθης, και ήλθον εις συνάντησίν Του.