United States or Niger ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ησύχασε, κυρά μου, κι' ο λύκος τη φωλιά του δεν τη μολύνει ποτέ!... Εδώ η κυρά Γιάνναινα, δεν της αρέσουν τα παιγνίδια, μήτε τα λαλούμενα. Η Κατερνιώ έβαλε το λαγούτο πλάγιον επί του στέρνου της, κ' έκαμνε τάχα πως το παίζει. — Άφησέ το, κυρά μου, μη το καταπιάνεσαι! ...Δεν είνε για τα χεράκια σου...

Ποικίλα λαλούμενα, βιολιά και λαγούτα. Γύφτοι με κλαρινέττα, φυσώντες και χορεύοντες, επήδησαν, ηλάλαξαν, εκοβίδησαν, προεξάρχοντες της βακχικής πομπής. Είχον βεβαίως δίκαιον να χαρώσι τόσον· ο νέος δήμαρχος έμελλεν, όπως έγραφεν εις το πρόγραμμά του, δημοσιευθέν εις την «Παλίρροιαν» της Χαλκίδος, κ' εις το «Μη χάνεσαι» των Αθηνών, να κατορθώση πολλά και μεγάλα έργα.

Και βιολιά, και λαούτα, ακούς, και λογιών-τω-λογιών τα λαλούμενα, τακούς, κι' όλ' οι βιολιτζήδες οι ντόπιοι, τρεις ξένοι, οι τουρκόγυφτοι με τα κλαρινέτα, ακούς . . . Και θα χορέψουν όλοι, που να πηδήσουν μεσούρανα, τακούς . . . Και πού είσ' ακόμα, ν' αρχίσουν να μας έρχωνται η νυφάδες για το Θανάση, κ' η πεθεράδες, που θα μας κουβαλούν ζαχαρομαχαλιά και κουραμπιέδες, και λογιών-τω-λογιών καλούδια . . . Ως το χειμώνα, φέτος, άλλο γάμο θάχουμε . . . Και ποια μάννα είνε σαν εμένα; . . . Πώς έχω τον νου μου, δεν λέτε; . . .

Ανέβηκαν και δυο τρεις άλλοι φίλοι κατόπι, που ή έτυχε να μην τα γνωρίζουν ακόμα τα λαλούμενα, ή καμώνουνταν πως δεν τα γνωρίζανε για να το γλεντίσουν, και κόλλησαν κι αυτοί στο χορό. Ήρθαν έπειτα κι από τάλλα τα σπιτικά τους, αδερφοξάδερφα της Μιχάλαινας, άντρες και γυναίκες, κ' έτσι γέμισε το σπίτι φωνές και τραγούδια.

Κύριε, τότε του απεκρίθη, είνε καιρός που η φήμη σου ήλθεν εις τα αυτιά μου, αγροίκησα πως εσύ είσαι ο πλέον αγαπημένος του βασιλέως· όθεν είχα επιθυμίαν πολλήν διά να σε ιδώ· χαίρομαι το λοιπόν που σήμερον έλαβα τούτην την ευχαρίστησιν· ας ακολουθήσωμεν το λοιπόν τα λαλούμενα και τους χορούς μας, είπε προς τες νέες, και, ας κάμωμε κάθε δυνατόν διά να δώσωμεν χαροποίησιν τούτου του ξένου.

Αφού ετελείωσε το γεύμα, εσηκώθη και ήλθεν εις ένα τρίτον χοντζερέ πλέον πλουσιότερον από τους άλλους δύο, εις τον οποίον ήλθαν εκείνες οι ωραιότατες σκλάβες συντροφευμένες με πολλοτάτους λαλητάδες διαφόρων οργάνων, και με άλλους τόσους τραγουδιστάδες πολλά εξαίρετους, οι οποίοι όλοι μαζί με τα λαλούμενα έκαναν μίαν αρμονίαν τόσον γλυκείαν και νόστιμον, που έκαμε τον Καλίφην να μένη εκστατικός.

Εγώ εβγήκα να πιω νερό, στην περίφημη, την αθάνατη βρύσι... Ήτον ως τρεις ώρες νύχτα. Δροσιά, αστροφεγγιά, χαρά Θεού. Εκεί αντίκρυ, πέρ' απ' τα πλατάνια, στο ξέφαντο, είχαν αρχίσει να παίζουν λαλούμενα, φλογέρες, νταούλια, ζουρνάδες, και μερικοί είχαν στήσει χορό.