United States or Jamaica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' αυτός έβαλε τα τρία ψωμιά στο σακκούλι του, φίλησε το χέρι τ' αφεντικού του κι' έφυγε, γυρίζοντας στον τόπο του, στη γυναίκα του, και στο σπίτι του. Στο δρόμο ανταμώθηκε με μια μεγάλη συνοδεία. Έκαναν δύοτρεις μέρες δρόμο, όταν σ' ένα μέρος τους λεν ότι τους καρτερούσαν οι κλέφτες να τους πιάσουν.

Σύναξαν λοιπόν κάμποσα χρήματα, και επειδή ο δήμαρχος ήταν κομματάρχης του βουλευτή και ίσως όχι πολύ τίμιος άνθρωπος, και επειδή ο δήμος όλος μαζί δεν είναι τόσο συμμαζεμένος σαν ένα χωριό μοναχό, και επειδή το κράτος είναι πολύ μακριά και δε βλέπει τόσο καλά τις καθημερινές ανάγκες των χωριανών, όπως τις βλέπουν οι ίδιοι οι χωριανοί, ― γι' αυτά όλα πάσκισαν κ' έκαναν κοινότητα στο χωριό τους και την ορίζουν αυτοί, για να είναι και βέβαιοι πως το χρήμα που σύναξαν για το κοινό δε θα πάγει στα χαμένα.

Όλα τα δώρα ατίμητα όσα χαρίζουν φίλοι. Αγαύη κι Αυτονόη κ' Ινώ, του Κάδμου οι θυγατέρες, τρεις ήταν και τρεις έκαναν πομπές του Διονύσου στον Κιθαιρώνα. Εσύναξαν εκείθεν άγρια φύλλα πυκνόφυλλης βελανιδιάς, χλωρού κισσού κλωνάρια, επήρανε στα χέρια τους και νιόβγαλτα σπερδούκλια κ' έκαναν δώδεκα βωμούς σ' ολάνοιχτο λιβάδι, εννιά για το Διόνυσο και τρεις για τη Σεμέλη.

Αλλ' αυτές η εικόνες δεν έκαναν αίσθησι στον παππά Συνέσιον. Εγύριζε πίσω του και έβλεπε ανυπόμονα, ωσάν κάποιον να επερίμενε. Και αλήθεια, ύστερ' από κάμποση ώρα εφάνηκε ο Γιάννης ο Σερέτης οπού και ήλθε και εκάθησε κοντά στο γούμενο. Το υποκείμενον αυτό είνε αξιοπερίεργος τύπος, παράξενος και πρέπει να τον περιγράψωμε για να δώσωμε μια κάποια ιδέα στον αναγνώστη.

Και σε λίγο ξανάρθε μέσα και ρώτησε τη Βεργινία να κάμη λίγα ψάρια και στη σχάρα με το λεμόνι; και πάλι τάπ-τάπ-τάπ έκαναν τα βήματά της. . . κ’ έκανε άνεμο με την κοντή φουστίτσα της, σα γοργοδιάβαινε με τα κλειδιά κουδουνιστά στην τσέπη της ποδιάς της που η πρώτη της δουλειά ήτονε να τη βγάλη από το μπογαλάκι πούχε φέρει μαζί της και να τη φορέση. . . . . Ένας αέρας αλλοιώτικος, σαν κάποιο φως μπήκε στο σπίτι που ως τώρα ήτον αφώτιστο, πνιγμένο απ’ την περίχυτη κούραση και το βαστηγμένον πόθο της άρρωστης γυναίκας.

Έκαναν δαντέλες τα κύματα που έσπαναν επάνω στα πλευρά του πλοίου. κ' έπειτα οι δαντέλλες, ανοίγονταν, γίνουνταν ανθρωπάκια που βαστιούνταν από τα χέρια τους ανάλαφρα και χόρευαν τρελλούς χορούς. Και χάνουνταν έπειτα και γίνουνταν άλλοι, και πάλι χάνουνταν. Όταν σήκωσα το κεφάλι, ο ήλιος, σφαίρα ολόπυρη, κατρακυλούσε επάνω στον ορίζοντα της θάλασσας της σκοτεινής.

Το ίδιο οι Τρώες αντικρύ τραβιούνται οχ τη σκοτώστρα τη μάχη και τ' αλόγατα ξεζέβουν απ' τ' αμάξα, κι' όλοι ίσα παν στη συντυχιά πριν καν φροντίσουν δείπνο. 245 Όρθιοι έκαναν τη συντυχιά στο πόδι, ουδέ τολμούσε κανείς να κάτσει, τι έτρεμαν π' άξαφνα ο Αχιλέας βγήκε στον κάμπο, και καιρό σπαθί δεν είχε αγγίξει.

Επειδή οι Μεθυμνιώτες, άμα έμαθαν από τους σκλαβωμένους, ότι οι Μιτυληνιοί δεν ξέρουν τίποτε από όσα είχανε γίνει παρά ζευγολάτες και βοσκοί έκαναν αυτά στους νέους, που τους αδικήσανε, μετάνοιωναν γιατί αποκοτήσανε να φερθούνε σε γειτονική πολιτεία έτσι άσχημα κι όχι φρονιμότερα· κ' εστέλνανε συνθήκη, αφού γυρίσουν πίσω όλα τ' αρπαγμένα, να σμίγουνε πάλε άφοβα στεριάς και θάλασσας.

Ο κύριος και η κυρία έκαναν το σταυρό τους. Άρχισαν ν' ανυπομονούν. Επί τέλους πότε θα βγη όξω! στο παράθυρο τουλάχιστο πότε θα προβάλη ; Σχεδόν εθύμωναν. Τι έκανε λοιπόν τόσες συμφωνίες; — Άκουσε, Ασημίνα. Αύριο δε θα σε χρειαστώ· της είπε τ' απομεσήμερο η κυρία της. Εμείς θα λείψουμε όλη την ημέρα. Μπορείς και συ, αν θες, να πας στις φίλες σου.

Κ' ενώ έτρωγαν κ' εφιλιόντανε περισσότερο από όσο έτρωγαν, εφάνηκε ένα ψαροκάικο που επήγαινε γιαλό-γιαλό. Δεν εφυσούσε καθόλου, παρά ήτανε γαλήνη κι' αναγκαζόντανε να λάμνουν· κ' ελάμνανε δυνατά, επειδή εβιάζονταν να πάνε στην πολιτεία για μερικούς πλούσιους φρέσκα ψάρια. Κι όπως συνηθίζουν οι ναύτες όλοι να κάνουνε για να ξεχνούν την κούραση, το ίδιο έκαναν κ' εκείνοι.