United States or El Salvador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το νερό χυνότανε κάτω στο δικό του χτήμα, πότιζε τα δικά του δεντρικά και τώρα εκιντύνευαν να ξεραθούν. Μα δεν τον έμελλε. Προτιμούσε να τα χάση, παρά να χαρίση στάλα στα ζωντανά της Ελπίδας. Τις κουμαριές που σκέπαζαν την πλαγιά κ' έκαναν οι μέλισσες το θαυμάσιο μέλι τους τις έκαψε. Τις μυρτιές που γλύκαιναν τα περιστέρια έβαλε και τις ξερρίζωσαν.

Το μίσος και την περιφρόνησί του στον παππά Συνέσιο την έδειχνε φανερά, γιατί μόλις άκουε πως έρχεται, εσύναζε τα ρούχα του κ' έφευγε γρήγορα γρήγορα γι' άλλο Μοναστήρι, σε ξένο τόπο· δεν ήθελε να τον αντικρύση· πόσα δεν είχε κάμη ο παππά Συνέσιος να τονε δελεάση, να τον γυρίση στο μέρος του. Γλυκόλογα, δώρα, ξεχωριστές περιποίησες δεν έκαναν τίποτα.

Ξυπόλυτοι βουτούσανε στα κρούσταλλα νερά, ανέβαιναν στα δέντρα, πηδούσαν φράχτες και χαντάκια, σκαλώνανε στους γκρεμούς σαν ασβοί. Έβγαιναν πέρα στα βοσκοτόπια κ' έκαναν συντροφιά με τους πιστικούς.

Και οπόταν έφθασαν εκεί, είδαν τες τέντες που ήταν πολλά μεγαλοπρεπέστατες και μία ανάμεσα από τες άλλες ήτον από χρυσόν μεταξωτόν· υποκάτω εις την οποίαν είδαν έναν άνθρωπον πολλά πλούσιον ενδεδυμένον, που εκάθητο σιμά εις ένα ετοιμασμένον τραπέζι, και έτρωγεν εις αγγεία ολόχρυσα· εκείνο το σεβάσμιον υποκείμενον, που ημπορούσε να ήτον έως χρονών πενήντα, έτρωγε μόνος, και είκοσι ή τριάντα τζοχανταρέοι καλά ενδεδυμένοι έστεκαν ολόγυρά του ορθοί και δύο σκλάβοι καλά αρματωμένοι έκαναν την φύλαξιν εις το έμβασμα της τέντας του.

Με έναν δρόμο τόσο επίπεδο και ήσυχο μπορεί κανείς να γυρίσει τον κόσμο σε μια μέρα. Ναι, η θεία Νοέμι έμεινε με το στόμα ανοιχτό όταν με είδε. Σίγουρα δεν με περίμενε και ίσως πίστευε ότι λάθεψα πόρταΚάθε λέξη του και η ξενική του προφορά έκαναν την καρδιά της Γκριζέντα να σκιρτάει.

Και εκείνος ο συγγραφεύς μου είναι ο πλέον αγαπητός, εις τον οποίον ανευρίσκω τον κόσμον μου, εις τον οποίον συμβαίνουν τα πράγματα όπως εις εμέ, και του οποίου η ιστορία μ' όλα ταύτα μου αποβαίνει τόσον ενδιαφέρουσα και τερπνή όσον αυτή η οικιακή μου ζωή, που δεν είναι παράδεισος, είναι όμως καθόλου πηγή κρυφής ευτυχίας. Επροσπάθησα ν' αποκρύψω την συγκίνησιν που μου έκαναν αι λέξεις αυταί.

Να μη φοβάσαι· δεν αήκουσες εχτές τα λοιδόρια, πώς έκαναν στη Λάκκα; άμα λαλούν τα λοιδόρια, να ξέρης πως θάχουμε καλοκαιριά. — Και τη συγνεφιά! δε θυμάσαι; ως τα προχτές είχαμε να ιδούμε του ηλιού την όψι. — Έι. . . κι' αυτό φοβάσαι; ωχ, ζάβαλη κουμπάρα! τόσα χρόνια πας κι' ακόμα να τα μάθης!. . . άκου το από 'μένα: η συγνεφιά εκείνη ήταν φουσκοδεντριές. Είχε μέγα δίκαιον η γρηά Σμαράγδω.

Ως τώρα δα θωρούσαν Την &έξοδο& απ' τα τείχηα του κ' έκαναν το σταυρό τους· Ύστερα, 'σάν τα Τούρκικα τ' ασκέρια, τον οχτρό τους, Είδαν 'σάν κύμα να χυθούν 'ςταίς θύραις τους, 'στά τείχηα, Και 'σάν αγρίμια να πηδούν, να κρέμωνται απ' τα 'νύχια, Τρέχουν κατά τη θάλασσα, καιτου πελάου την άκρη Μέσα σε πύργο πούχανε μπαρούτη σωρειασμένη Κλειούνται με μιας και σταίνουνε χορό, 'σάν ανδρειωμένοι, Σαν νάτανετα νειάτα τους, δίχως καϋμό και δάκρυ, Του απελπισμένου αυτού χορού είνε ο Καψάλης πρώτος.

Έκαναν πρώτα σωρούς, να τάχουν άφτονα και πρόχειρα στον πόλεμο τα πύρινα πολεμοφόδια. Να μην τους βρίσκη ο εχτρός ανέτοιμους, και τους τσακίζη κιόλα. Εφούχτιαζαν, μες τα κοκινισμένα, ψημένα από την παγουνιά τα χέρια τους, γρούπους χοντρούς τα χιόνια, πάνω απ τους σωρούς. Τα έσφιγκαν ανάμεσα στις φούχτες τους.

Τα υστερνά σύννεφα, που έκαναν το ηλιοβασίλεμα σα φλωρένιο κάμπο, λίγο κατ' ολίγο έγειναν μαύρα, φοβερά, κι' έλαβαν χίλιων λογιών μορφές, κι' η Νύχτα, που άρχισε ν' απλώνη τα φτερά της, έδινε ένα γλυκό φίλημα στο πρόσωπο της Ημέρας, που έφευγε, γέροντας πίσω από το φωτεινό όχτο, που φκιάνουν οι κορφές των βουνών, κι' επήγαινε περίλυπη να θαφτή στην απέραντη νεκρόπολη των περασμένων.