United States or Svalbard and Jan Mayen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν είπε τίποτα ο φτωχός σε κανένα. Σε μια βραδεία έχυσε όλα του τα δάκρυα . . . Εκείνη δε θέλησε να την δη, μόνο έγεινε πολύ μελαγχολικός και ακοινώνητος. . . Αξαφνα μια πρωινή αποχαιρέτισε το μάστορή του κ' επήγε στο μοναστήρι. Την απλή αυτή ιστορία λίγοι την ήξευραν. Ο αδελφός Άνθιμος εσχετίσθηκε ευθύς με τον παππά Συνέσιο.

Όλοι θυμούνται την αρετή του καλόγερου, που δεν υπόφερε τη παραμικρή διπροσωπία. Τώρα ετοιμάζεται νέο δράμα από τον παππά Συνέσιο! θέλει να χαλάση καμωμένο αρρεβώνα και να παντρέψη την κουμπάρα του. Εβάλθηκε με τα όλα του και βοηθοί του είνε ο παππά Κρητικός και ο Γιάννης ο Σερέτης, δυο άξια υποκείμενα.

Ως και ταργαστήρια κλείστηκαν πια. Ψυχή πια δε βγαίνει στο δρόμο. Ρημάχτηκε το χωριό, κι άλλο δεν ακούς παρά μυρολόγια, άλλο δε βλέπεις παρά ξυλοκρέββατα, και τον Πάτερ Συνέσιο που περπατάει από μπρος και σιγοψέλνει. Κ' ύστερα από κάθε θάψιμο τρέχει, λέει, από σπίτι σε σπίτι με την άγια μετάληψη για τους φτωχούς που ψυχομαχούν.

Έλειψε κάμποσο καιρό κ' εφανερώθηκε μόνο, όταν έδιωξαν τον παππά Συνέσιο, για να ξαναφύγη, σαν εγύρισε πάλι ο ψευτόπαππας, σταλμένος από τον Δεσπότη. Το παιχνίδι αυτό έγεινε δυο τρεις φορές· ήρχετο ο ένας, έφευγε ο άλλος.

Πριν όμως προχωρήσωμεν, θέλω να πω ακόμα μερικά για τον καλόγερο προς συμπλήρωμα του χαρακτήρος του. Θα είταν άδικο να λείψουν αυτά από την όλην εικόνα, γιατί ζωγραφίζουνε ακόμα καλλίτερα, ακόμα πληρέστερα και τους δυο· και τον πονηρό Συνέσιο και τον αγαθόν Άνθιμο. Στο ισχνό και ολίγο κυρτωμένο σαρκίον του καλόγερου, ήταν μία μεγάλη ψυχή και μία διαμαντένια, ακλόνητη θέλησι.

Δεν μπορούσανε να μένουν όλοι τους καλοκαρδισμένοι, μάλιστα οι Γότθοι, αν και τους φέρνουνταν πιο πονετικά από το Συνέσιο, πιστεύοντας πως με τον καιρό θα στρώσουν και θα καταντήσουν ένα με τους δικούς μας, καθώς κ' έγινε· και για δαύτο είχε πάντα καλό λόγο για όσους Γότθους έπαιρναν εκκλησιαστικά κι άλλο είδος πολιτισμένα αξιώματα κ' επαγγέλματα.

Το μίσος και την περιφρόνησί του στον παππά Συνέσιο την έδειχνε φανερά, γιατί μόλις άκουε πως έρχεται, εσύναζε τα ρούχα του κ' έφευγε γρήγορα γρήγορα γι' άλλο Μοναστήρι, σε ξένο τόπο· δεν ήθελε να τον αντικρύση· πόσα δεν είχε κάμη ο παππά Συνέσιος να τονε δελεάση, να τον γυρίση στο μέρος του. Γλυκόλογα, δώρα, ξεχωριστές περιποίησες δεν έκαναν τίποτα.

Και τι καλλίτερη απόδειξη θέλουμε παρά τους δυο νέους φωστήρες, που ξεπροβάλανε σαν αστέρια απ' ανάμεσα από τα μαύρα σύννεφα και φώτισαν τα Έθνος και το βοηθήσανε να περάση κι αυτή τη φουρτούνα και να σύρη κατά το μεγάλο του δρόμο. Αρχίζουμε από το Συνέσιο της Κυρήνης, Ελληνικής αποικίας στα βορεινά της Αφρικής αιώνες πολλούς.

Βρίσκουμε το Συνέσιο, το μαθητή της Υπατίας, της στερνής αχτίδας του κλασσικού ήλιου. Καλός στιχουργός, μα όχι και ποιητής· φιλοσοφιστής, μα όχι και φιλόσοφος. Ο Πρόκλος, κάτι καλλίτερα. Είναι ιεροφάντης του κόσμου ο φιλόσοφος». Ο Συνέσιος δεν μπορούσε, μα και δεν τολμούσε να την πη τέτοια ιδέα. Έτσι και τα ποιήματα του Πρόκλου, όσα έμειναν.

Και πολλούς χωριανούς εκατώρθωσε, με το γνωμικό αυτό και με ορμήνιες άλλες να βάλη στον ίσιο δρόμο· ποιον από το κρασί και ποιον από άλλα χειρότερα· και τον αγαπούσαν πολύ τον καλόγερο όσο επεριφρονούσαν τον Συνέσιο, οπού από τα λίγα που έβλεπαν εμαντεύανε πολύ περισσότερα.