United States or Botswana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κάργα, γέρο μάστορη! — Βρόντα! — Τζάνουμ! σπρώξε. — Σβύσε το! — Μπουφ! Μπουφ! — Ακόμα! — Κτύπα! Δύναμι! — Φόρτσα! — Δος μου χέρι! — Φόρτε! — Σώνει, μάστορη! — Δος του! — Βάρδα, Μάχτο! — Ωχ! κόμπιασα... — Ο διάβολος να σε πνίξη, πανούκλα! — &Χαρχανταίς, μανταίς και αντάραις&!

Η χιονώδης λαίλαψ, εκ δυσμών προβαίνουσα προς ανατολάς, κατεκάλυψε νυν το πέλαγος και την ξηρόνησον αυτήν, ως με άχνην αναβράζοντος ατμού. Ήδη εξηφανίζετο και η Σκόπελος, μόλις διακρινομένη ως όπισθεν αραχνοϋφούς πέπλου. Ο καιρός ήτο «εις τον μάστορη» κατά την κοινήν έκφρασιν.

Ξεύρεις, μάστορη, οπού μου έρχεται μία ιδέα; είπεν ο ξένος αλλάξας τόνον. — Τι πράγμα; Όταν δύο είνε ομοιοπαθείς, καθώς ελέγαμεν, δεν παρηγορούνται ευκόλως; — Δεν ειξεύρω τι θέλεις να πης, εμορμύρισεν ο Γύφτος. — Λέγω, όταν δύο άνθρωποι έχουν ένα κοινόν πάθος, μίαν θλίψιν, ήτις να είνε και εις τους δύο ομοία, τότε με την συναναστροφήν ο ένας παρηγορεί τον άλλον. — Ε, ύστερα;

Λοιπόν αυτός είνε ο λόγος, οπού επιθυμεί την συναναστροφήν των μικρών ανθρώπων. Διότι όλοι τον αποφεύγουν, ως να είνε λωβιασμένος. — Δεν υποφέρεται αυτό, είπεν ο Γύφτος. — Εννοώ διατί αναστενάζεις, μάστορη, είπεν ο ξένος. Σου επροξένησα λύπην. Σε έκαμα ίσως να ενθυμηθής τους ιδικούς σου καϋμούς και τα βάσανα. — Εγώ; — Βέβαια. Διότι και η φυλή σας υποφέρει τα ίδια. — Ποία φυλή;

Δεν είπε τίποτα ο φτωχός σε κανένα. Σε μια βραδεία έχυσε όλα του τα δάκρυα . . . Εκείνη δε θέλησε να την δη, μόνο έγεινε πολύ μελαγχολικός και ακοινώνητος. . . Αξαφνα μια πρωινή αποχαιρέτισε το μάστορή του κ' επήγε στο μοναστήρι. Την απλή αυτή ιστορία λίγοι την ήξευραν. Ο αδελφός Άνθιμος εσχετίσθηκε ευθύς με τον παππά Συνέσιο.

Αυτή του έδιδε την μόνην λογικήν και την μόνην πρέπουσαν απάντησιν «Εσύ μονάχα έχεις κορίτσια, μάστορη; Ο άλλος κόσμος δεν έχουν;» Ή, αν δεν κατώρθωνε να τα λάβη η ιδία από τον αρχιναυπηγόν, η Γιαννού τα ήρπαζε, «σα χωρατά, σαν αλήθεια», από τας χείρας του συζύγου της, αφού εφρόντιζε πρώτον να τον «καλοκαρδίση» και να τον φέρη εις την κατάλληλον ψυχολογικήν θέσιν.

Κι' έτρεξε ναν τον σώσει αφτός, ισόθεος λες άντρας, που πήγε ομπρός και στάθηκε κοντά κοντά του κι' είπε «Μάστορη δόλου και σφαγής, κοσμάκουστε Δυσσέα, 430 ή και τους διο εδώ σήμερα τους γιους θα θανατώσεις τ' Απάσου, και θα παινεφτείς πατώντας τα κορμιά τους, ή απ' τ' όπλο μου θα κατεβείς στον Άδη σουγλισμένος

Η Αϊμά ήτο εν τω κήπω. Οι δύο νεαροί Γύφτοι ήσαν εν τη καλύβη και διηυθέτουν τα εργαλεία, Ηκούετο ο συριγμός του Μάχτου, και το άσμα του Βούγκου «Εσύ πεθαίνεις, μάστορη». Η γραία γύφτισσα εκάθητο αντικρύ του συζύγου της, όστις ηκούετο γογγύζων. — Τι να φάμε απόψε; έλεγεν η γραία. — Εμένα ρωτάς; εγόγγυζεν ο γέρος. Γμου!... Γρου!... — Δεν έχομε τίποτα, είπεν αύθις η γυφτισσα.

Έχεις συ, μάστορη, τόσην περιέργειαν; — Δεν λέγω. — Αλλά τι; — Αν ήμουν εις την θέσιν σου... — Και ανεκατονόμουν μ' αυτούς τους διαβόλους... — Καλά, ύστερα; — Και ήμουν μέσα εις τα πράγματα, καθώς εσύ... — Αλλά σου είπα, δεν είμαι μέσα. — Ας είνε. — Λοιπόν λέγε. — Εγώ θα ήμουν μέσα, αν ήμουν εις την θέσιν σου. — Πιστεύω. — Και δεν θα με διέφευγεν ό,τι και αν εγίνετο. — Ας είνε.

Τ' αφεντικό του τον αγάπησε πολύ και για τη δουλειά και για το χαραχτήρα του τον τίμιο. Ήταν πολύ συμπαθητικό παλληκάρι, τόσο, που και η μοναχοκόρη του μάστορη, μια πολύ όμορφη κοπέλλα τον εσυμπάθησε πολύ, τουλάχιστο έδιχνε πως τον συμπαθούσε.