United States or Qatar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άπαξ του μηνός κατέπλεεν εις την χθαμαλήν ευλίμενον νήσον του, διά να φέρη εξοικονόμησιν εις την γρηά και εις τας δύο κόρας του. Αλλά ο γέρο-Σαλαμάστρας δεν ήτο ευχαριστημένος από το μερδικό, εγόγγυζεν απαύστως και μίαν πρωίαν του έφυγε και τον άφησε «μες τη μέση». Ύστερον, «από φεγγάρι σε φεγγάρι», είχεν ενίοτε τον μπάρμπα-Γιάννην τον Λαλούμενον.

Ο Λάμπρος εγόγγυζεν εκάστοτε λέγων ότι «δεν θα ταιριασθούν οι άνθρωποι με τόσα», ο δε Μανουήλος εμορμύριζεν εν σπουδή: «Κύτταξε να τους καταφέρης, δεν έχουμε πολλά λεπτά». Και ο Βατούλας ελάμβανε τα χρήματα κ' εκινείτο να εξέλθη.

Το εκ σταυρών δάσος ήτο τόσον πυκνόν, ώστε οι υπηρέται μετά δυσκολίας διήρχοντο μεταξύ των δένδρων τούτων. Ο πέριξ γύρος είχε πληρωθή κυρίως από γυναίκας. Ουδείς ακόμη εκ των μαρτύρων είχεν εκπνεύσει, αλλά τινές εξ εκείνων οίτινες, είχον σταυρωθή πρώτοι, ήσαν λιπόθυμοι. Ουδείς εγόγγυζεν, ουδείς εζήτει οίκτον.

Και επήλθεν η νυξ ασέληνος και σκοτεινή, ο δε άνεμος έπνεεν ούριος, και έτρεχε το σκάφος και εγόγγυζεν η θάλασσα.

Και ηρίθμει: — Μια για το σπίτι με το φλουρί, μια για να την φωτίση ο παπάς τα Φώτα, μια για την κουμπάρα μ', μια για τον δάσκαλο. — Θέλ' κι' ου δάσκαλος βασ'λόπ'τα! Εμουρμούρισεν η Μιλάχρω. — Τι να τήνε κάμω τώρα! Εγόγγυζεν η ξένη γυνή, θεωρούσα την καείσαν βασιλόπητταν κατάμαυρην ως μουντζουρωμένην. — Είνε τώρα για κόσμο αυτή; — Μέρα που είνε, γίνονται και λάθη!

Ασθμαίνουσα από το βάρος του μεγάλου σινίου, πνευστιώσα από την ανωφέρειαν της οδού, πονούσα από τον πολύν κόπον της ημέρας εκείνης, καθ' ην δεν ησύχασεν η κακομοίρα από τα μαύρα μεσάνυκτα, εγόγγυζεν, ως ν' ανεστέναζε· και αν ήτο κανείς πλησίον της ν' ακούση, θα την ήκουε να λέγη ικετευτικώς. — Παναγία μου, να είναι το τελευταίον! Ο Μπάρμπα-δήμαρχος δεν ήτο τόσον πλησίον. Έτρεχεν ελαφρότερα.