United States or Trinidad and Tobago ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' όμως άλλη τις ιδέα τω επήλθεν: Αφού η θύρα ήτο κλειστή, πιθανόν να υπήρχον εντός άνθρωποι, και τότε συνέφερε να παρουσιασθώσιν οι φυγάδες εις αυτούς; Τι θα υπώπτευον εκείνοι; Βεβαίως ο Σκούντας δεν θα έλεγεν ότι ήρχοντο εκ του μοναστηρίου, τουναντίον δε θα διηγείτο ότι έρχονται πολύ μακρόθεν.

Η Αϊμά ενόησε καλώς περί τίνος επρόκειτο. Την στιγμήν εκείνην επήλθεν εις την μνήμην της ιδέα τις, ην πολλάκις ήκουσεν εκφραζομένην παρά των ανθρώπων του λαού, δεν είχε δε δώσει σημασίαν εις αυτήν άλλοτε. Αλλά σήμερον αντελαμβάνετο πάσαν την έννοιαν αυτής. Εβόμβουν συνεχώς εις τα ώτα αυτής αι μομφαί, ας ήκουεν εκάστοτε εκτοξευομένας κατά της φυλής των Αθιγγάνων.

Αλλ' ο φιλόσοφος απείχεν αυτής υπέρ τα πεντακόσια βήματα. Η Αϊμά ησθάνθη ρίγος, και τυλιχθείσα εις το περιώμιόν της έσπευσε να επανέλθη έμφοβος εις το σπήλαιον. Ήναψε τον λύχνον, διότι το σκότος επήλθεν ήδη προ της νυκτός. Φαίνεται δε ότι την ημέραν εκείνην είχε συμβή έκλειψις ηλίου. Μετ' ολίγον ήλθε και ο φιλόσοφος.

Εγώ διετέλουν εν αμηχανία και δεν είξευρον πλέον τι να πράξω. Είχον μετανοήσει πικρώς, διότι ήνοιξα την θύραν του προθαλάμου εις τον ξένον. Τώρα δε μοι επήλθεν επί μίαν στιγμήν η ιδέα να καλέσω εις βοήθειαν και να εκδιώξω διά της βίας τον άνθρωπον τούτον.

Αφού δε επήλθεν η νυξ, αναχωρήσας ο Κνήμος ταχέως μετά του στρατού προς τον ποταμόν Άναπον, ο οποίος απέχει ογδοήκοντα σταδίους από της πόλεως Στράτου, και τους νεκρούς συνήθροισε την επομένην διά συνθήκης και προσελθόντων των Οινιαδών ως φίλων αναχωρεί εις την χώραν των πριν έλθη η ενίσχυσις των άλλων Ακαρνάνων. Εκείθεν δε ανεχώρησαν εις τα ίδια.

Ο θάνατος επήλθεν τόσον ακαριαίος ώστε δεν επρόφθασε να εξαλείψη το διαστέλλον τα χείλη του μειδίαμα ευδαίμονος αυταρεσκείας.

Σας ζητώ μυριάκις συγγνώμην δια την υπόνοιάν μου ταύτην, απήντησα· αλλά θα συμφωνήσετε ότι η πλάνη μου είναι συγχωρητέα. Η οργάνωσις του καταστήματός σας εκτιμάται πάρα πολύ εις Παρισίους και μου επήλθεν η ιδέα, ότι θα ήτο δυνατόν άνθρωπος μη υγιής τας φρένας χάρις εις υμάς να φαίνεται τοιούτος. Καταλαμβάνετε; — Μάλιστα, μάλιστα . . . Ας τ' αφήσωμεν.

Εγώ αφυπνίσθην εκ της απατηλής μου ματαιοφροσύνης, ότε την είδα νεκράν ενώπιον μου και νεκρόν το τέκνον μου! Πόθεν το λάθος μου; Μη έσφαλα εις την δόσιν; Μη υπερείχεν εις την σκευασίαν το οξικόν οξύ; Μη επλανήθην ως προς την κράσιν της, ή επήλθεν αλλοίωσις απρόβλεπτος εις τας σωματικάς ενεργείας; Ω της εγκληματικής μωρίας μου!

Ποτέ, καθ' όλην του βίου μου την διάρκειαν, δεν ενθυμούμαι ζωηροτέραν περίοδον διασκεδάσεων ή τα πρώτα εκείνα έτη της εν Σύρω διαμονής. Είναι αληθές ότι ήμην εις της νεότητος το άνθος τότε. Αλλ' ουχ ήττον, ενθυμούμαι και τους γέροντας μετά των νέων συνευθυμούντας. Προς τα εξημερώματα επήλθεν επί τέλους ησυχία εντός του καφενείου και απεκοιμήθην.

Όλον αυτόν τον δαιμονιώδη θόρυβον υπερενίκα ο ογκυθμός του όνου. Η παλαιά μου φίλη, η κυρία Ζοαγέλ, εφαίνετο τόσον τρομακτικά συγχυσμένη, ώστε να μου έρχωνται δάκρυα ακόμη διά την τύχην της. Ίστατο ορθία, εις μίαν γωνίαν κοντά εις το τζάκι, και δεν έπαυεν από του ν' αναπέμπτη κραυγάς: κοκορικόοοοοοοοοο! Τέλος επήλθεν η κυρία περιπέτεια, επενεγκούσα την λύσιν του δράματος.