United States or Latvia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γιατί ένοιωθα ένα συναίστημα ενοχής μέσα μου, ένα συναίστημα ενοχής που με βάραινε. Όμως δεν μπορούσα να βρω πότε έσφαλα. Νόμιζα πως χωρίς άλλο εγώ είμουνα ο ένοχος. Όταν πήγα να κοιμηθώ, είδα πως η Έλσα είταν ξυπνητή ακόμα. Όταν όμως έπεσα, έσκυψε και μου φίλησε το χέρι. Ποτέ άλλη φορά δεν είδα το πρόσωπό της με τόσο ευτυχισμένη έκφραση.

Αλλ' εγώ θα σου είπω τι πρέπει να πράξης διά να φθάσης ευκολώτατα εις την ακροτάτην κορυφήν, να ευτυχήσης, να νυμφευθής την ρητορικήν και να γίνης εις όλους θαυμαστός. Αρκεί ότι εγώ έσφαλα και εκοπίασα ματαίως. Διά σε ας φύωνται όλα άσπορα και ακαλλιέργητα, όπως επί των χρόνων του Κρόνου.

Διατί όμως με αναγκάζεις εμένα να συγκλίνω εις την θέλησιν της βασιλοπούλας, και ότι εμπρός εις την ζωήν δεν πρέπει να κυττάζη κανείς τίποτε, διατί δεν κάμνεις τώρα εσύ εκείνο που με ερμηνεύεις; Σου δίδω κάθε δίκαιον, μου απεκρίθη αυτός, και γνωρίζω πως έσφαλα εις τα όσα σου είπα· και το ευρίσκω εύλογον, ότι είνε καλύτερον να χαθώμεν και οι δύο, παρά να κλίνωμεν εις την αγάπην δύο υποκειμένων τόσον ασχημοτάτων.

Εγώ αφυπνίσθην εκ της απατηλής μου ματαιοφροσύνης, ότε την είδα νεκράν ενώπιον μου και νεκρόν το τέκνον μου! Πόθεν το λάθος μου; Μη έσφαλα εις την δόσιν; Μη υπερείχεν εις την σκευασίαν το οξικόν οξύ; Μη επλανήθην ως προς την κράσιν της, ή επήλθεν αλλοίωσις απρόβλεπτος εις τας σωματικάς ενεργείας; Ω της εγκληματικής μωρίας μου!

Η ανάγνωσις είναι ίσως αμαρτία μετά την απαγόρευσιν της Εκκλησίας• αλλ' αν έσφαλα εγώ από περιέργειαν, ως η πρώτη μας μητέρα, το αμάρτημα ας είναι εις τον Άγιον Καρυστίας ο οποίος μ' έφερεν εις πειρασμόν• αν έγινα εγώ Εύα, εκείνος είναι ο όφις, όστις με ηπάτησε με τας μακράς σπείρας των καλογηρικών επιθέτων . . .»

Αλλά και εκ των παλαιών λέξεων άλλαι μεν πρέπει να λέγωνται, άλλαι δε όχι, όσαι δεν είνε γνωσταί εις τους πολλούς, διά να μη πλήττουν δυσαρέστως την ακοήν εκείνων προς τους οποίους απευθυνόμεθα. Ίσως δε τωόντι έσφαλα, διότι έπρεπε να σου ομιλήσω εις την γλώσσαν των Παφλαγόνων ή των Καπαδοκών ή των Βακτρίων, διά να εννοήσης τι σου έλεγα και να σου είνε ευχάριστα τα λεγόμενα.

Διά ποίον πράγμα; — Είπα, &'στό θεό σου&. — Ε, και σαν είπες; — Εξέχασα. — Τι; — Ότι σεις οι Γύφτοι δεν έχετε. — Τι πράγμα; — Θεόν. — Ε δα, μη, &τζάνουμ&.. — Πώς; — Μη το λέγης αυτό, να σε χαρώ. — Διατί; — Μην ακούης τι λέγει ο κόσμος. — Λοιπόν έχετε Θεόν; — Βέβαια. — Τότε έσφαλα. Και ενταύθα ο διάλογος διεκόπη.