United States or Curaçao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τέλος, δεσποινίς, έχω πείρα, ξέρω τον κόσμο· λάβετε την ευχαρίστηση να παρακαλέσετε κάθε επιβάτη να σας διηγηθή την ιστορία του κι' αν ευρεθή ένας, που να μην έχη συχνά καταραστή τη ζωή του, που να μην είπε συχνά μέσα του, πως είνε ο δυστυχέστερος των ανθρώπων, ρίξτε με στη θάλασσα με το κεφάλι κάτου. &Πώς ο Αγαθούλης αναγκάστηκε να χωριστή από την ωραία Κυνεγόνδη κι' από τη γριά.&

Εγώ εις αυτό ευρέθηκα αντραλωμένος, μην ηξεύροντας τι να αποκριθώ, φοβούμενος αν του ειπώ το όχι να μη τον θυμώσω και επάνω που εστοχαζόμουν να τους δώσω την απόκρισιν ιδού ο Αναΐππης του Κατή, συντροφευμένος από ένα αριθμόν Γιαννιτσαρέους, αρματαμένους, εμβήκαν εις το κοιμητήριον, και ευθύς έπιασαν τους κλέφτας και εμένα, και μας έφεραν εις την φυλακήν.

Αλλ' ο Πέτρος, με την συνήθη αυτώ ορμητικήν ετοιμότητα, χωρίς να περιμένη, ως έπρεπε, να συμβουλευθή τον Διδάσκαλόν του, απήντησε, «Ναι». Εάν εσκέπτετο ολίγω επί μακρότερον, εάν περισσοτέρα εγνώριζεν, εάν ανεπόλει τουλάχιστον την ιδίαν του μεγάλην ομολογίαν την προσφάτως γενομένην, η απάντησίς του δυνατόν να μην ήρχετο μετά τόσης γοργότητος.

Εσείς είσθε εις μεγάλον λάθος, είπε τότε ο Βεδρεδίν, εις το να πιστεύετε ότι εγώ να μην είμαι τρωμένος από αγάπην, και αυτό προέρχεται, με το να με στοχάζεσθε χωρίς αγαπητικήν, μα διά να σας εβγάλω από την φαντασίαν, θέλω σας ειπεί, πως αγαπώ και εγώ παρομοίως ωσάν και εσάς και ότι η αυτή αγάπη μοναχά με εμποδίζει να είμαι τελείως ευτυχισμένος.

Περί την δεκάτην ώραν της ημέρας εκίνησεν από Βελίτζαν με τετρακοσίους στρατιώτας και αξιωματικούς. Ήσαν δε όλοι πεζοί κατά παραγγελίαν του αρχηγού, και τούτο διά να μην εννοηθώσιν από τους εις Δαύλειαν στρατοπεδεύοντας εχθρούς, όθεν αναγκαίως έπρεπε να διαβώσι· δεν ηθέλησεν ουδέ ο ίδιος να λάβη ίππον, μ' όλον ότι όλοι τον παρεκίνησαν επιμόνως.

Αχ μη με υστερής από την αδελφήν σου, σε εξορκίζω, διατί φοβούμαι μην αλλάξετε την γνώμην σας, και δεν γυρίσετε πλέον να σας ιδώ, και με κάμετε να αποθάνω από την θλίψιν μου· πήγαινε του λόγου σου, και άφησε εδώ με εμένα την Κατηγέ, και σε καρτερούμε έως που να γυρίσης. Ας είναι, του είπεν η Φατμέ· διά να σε υπακούσω κάμνω καθώς ορίζεις.

Σηκωθήτε όλοι να τον καρτερέσετε στην αυλή.. Μην του πήτε πως είμαι του θατανά και σκανιάση... Πέτε του ότ' είμαι λιγάκι άρρωστη... Ότι με πονεί το κεφάλι...... Όχι, όχι.! Πέτε του καλύτερα, ότι χτύπησα στο ποδάρι και για αυτό δεν μπόρεσα να βγω να τον καρτερέσω.... Μη βγαίνετε όμως όλοι έξω... Ας μείνουν κι' ένας-δυο μέσα μ' εμένα, γιατί φοβούμαι να μείνω μοναχή μου...

Οπόταν δε ήμουν ολίγον μακράν από τον τόπον του παιγνιδιού, δεν έβλεπα άλλο, παρά γέροντας, και αυτοί είχαν αντίρρησιν οι οποίοι έστεκαν μακράν από την βασιλοπούλαν· και με όλα τα γηρατειά τους εφοβούνταν να μην απεράσουν το επίλοιπον της ζωής τους εις τους πύργους, και κοντολογής όλοι απέφευγαν από το να ιδούν το πλέον ωραίον της φύσεως.

Μην εξετάζης, φιλτάτη· φίλοι παλαιοί, υποχρεώσεις· απήντα εκείνος μέ τινα στενοχωρίαν.

Τι να τα κάμουν αυτά τα χρήματα; διενοείτο εκάτερος· τι ν' αγοράσουν; τι να επιχειρήσουν; Πώς να τα καταστήσουν κερδοφόρα; Και έπειτα . . . να τα κρατούν εις τον πενιχρόν αυτών οίκον, . . . τόσα χρήματα; Ό,τι ήτο να γείνη, έπρεπε να γείνη γρήγορα . . . και να γείνη μάλιστα και με τρόπον, ώςτε να μη φανή . . . να μην εννοήσουν οι συγγενείς τωνπτωχοί επίσης ημερόβιοιότι επλούτησαν.